Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περιφέρεια
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιφέρεια η [periféria] Ο27 : 1. (γεωμ.) η κλειστή καμπύλη γραμμή η οποία ορίζει την επιφάνεια ενός κύκλου και της οποίας κάθε σημείο απέχει το ίδιο από το κέντρο του κύκλου αυτού: Tο μήκος κάθε περιφέρειας κύκλου ισούται με το διπλάσιο του γινομένου της ακτίνας επί 3,14. 2. η κλειστή κυκλική ή περίπου κυκλική γραμμή που ορίζει την έκταση ενός σώματος· περίμετρος: H ~ ενός δέντρου. H ~ της γης. || οι διαστάσεις των γλουτών (ιδίως γυναίκας): Στενή ~. 3. η εδαφική περιοχή στην οποία εκτείνεται η δικαιοδοσία μιας αρχής: Εκπαιδευτική / εκκλησιαστική / δικαστική / στρατιωτική / διοικητική ~. Εκλογική ~. Ευρεία / στενή ~. H ελληνική επικράτεια διαιρείται σε δεκατρείς (διοικητικές) περιφέρειες. || περιοχή η οποία εξαρτάται, διοικητικά, οικονομικά κτλ., από έναν τόπο που θεωρείται κέντρο, και η οποία είναι γύρω ή έξω από αυτόν: Tο κέντρο εκμεταλλεύεται την ~.

[λόγ. < αρχ. περιφέρεια (σημ. 1, 2)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιφερειακός -ή -ό [periferiakós] Ε1 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην περιφέρεια3: Περιφερειακή διοίκηση. Περιφερειακό συμβούλιο. Περιφερειακή ανάπτυξη. || (ιατρ.) Περιφερειακό νευρικό σύστημα, που συνδέει το κεντρικό νευρικό σύστημα με όλα τα άλλα μέρη του οργανισμού. 2. Περιφερειακή οδός και ως ουσ. η περιφερειακή ή ο περιφερειακός, δρόμος έξω και γύρω από την έκταση τόπου ή (οικιστικής) περιοχής.

[λόγ.: 1: περιφέρει(α) -ακός· 2: σημδ. γαλλ. périphérique (< périphérie < αρχ. περιφέρεια)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιφερειάρχης ο [periferiárxis] Ο10 θηλ. περιφερειάρχης [periferiárxis] : ανώτατος διοικητικός λειτουργός, διοικητής μίας από τις δεκατρείς περιφέρειες στις οποίες έχει διαιρεθεί η ελληνική επικράτεια.

[λόγ. περιφέρει(α) + -άρχης κατά το νομάρχης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες