Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πενία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πενία η [penía] Ο25 : (λόγ.) φτώχεια, έλλειψη ή ανεπάρκεια: 1. χρημάτων ή υλικών αγαθών: Bρίσκεται σε κατάσταση πλήρους πενίας. (γνωμ.). η ~ τέχνας κατεργάζεται, η φτώχεια υποχρεώνει τον άνθρωπο να επινοεί τρόπους για την αντιμετώπισή της. || (νομ.): Ευεργέτημα πενίας. 2. άλλων αγαθών: Πνευματική / ηθική / πολιτιστική ~. Γλωσσική ~, ανεπάρκεια εκφραστικών μέσων.

[λόγ. < αρχ. πενία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πενιά η [pená] Ο24 : ο κάθε ήχος που παράγεται από έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο (μπουζούκι, μπαγλαμά κτλ.) κυρίως όταν αυτό παίζεται με πένα, καθώς και η σχετική κίνηση: Οι πενιές του μπουζουκιού. (έκφρ.) ρίχνω πενιές / μία ~, παίζω το συγκεκριμένο όργανο.

[πέν(α)1I2 -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες