Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεισιθάνατος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεισιθάνατος -η -ο [pisiθánatos] Ε5 : που προτρέπει, ωθεί προς το θάνατο (την άρνηση της ζωής ή την αυτοκτονία): Πεισιθάνατη φιλοσοφία / ποίηση. Πεισιθάνατη θεώρηση της ζωής.

[λόγ. < ελνστ. πεισιθάνατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες