Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεζή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζή [pezí] επίρρ. τροπ. : βαδίζοντας, προχωρώντας με τα πόδια, περπατώντας: Έρχονταν απ΄ όλα τα μέρη, άλλοι ~ και άλλοι καβάλα σ΄ άλογα.

[λόγ. < αρχ. πεζFῆ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες