Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατρώος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατρώος -α -ο [patróos] Ε4 : (λόγ.) που ανήκει, που αναφέρεται στους πατέρες ή στους προγόνους ή που προέρχεται από αυτούς: Πατρώα γη. Πατρώα εδάφη.

[λόγ. < αρχ. πατρῷος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες