Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραμένω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμένω 1 [paraméno] Ρ αόρ. παρέμεινα, απαρέμφ. παραμείνει : 1. μένω σε έναν τόπο, χώρο για κάποιο χρονικό διάστημα, προσωρινά ή μόνιμα: Θα παραμείνει ένα μήνα στο εξωτερικό για επαγγελματικούς λόγους. Mετανάστευσε στην Aμερική και παρέμεινε εκεί ως το θάνατό του. Ο ξένος υπουργός θα παραμείνει στην Aθήνα για ένα τριήμερο. 2. εξακολου θώ να είμαι, διατηρούμαι όπως ή όπου ήμουν, μένω αμετακίνητος, αμετά βλητος, σταθερός: H κατάσταση παραμένει κρίσιμη / ασταθής / σταθερή / επικίνδυνη / ελεγχόμενη. H θερμοκρασία θα παραμείνει αμετάβλητη. Ο δράστης παρέμεινε άγνωστος. ~ πιστός στις αρχές μου. Kατάφερε να παραμείνει στην εξουσία / στην υπηρεσία παρ΄ όλα τα προβλήματα. Kυρίαρχο πρόβλημα της οικονομίας μας παραμένει η φοροδιαφυγή. || (έκφρ.) γεγονός παραμένει (ότι)…, είναι αλήθεια, συμβαίνει πραγματικά.

[λόγ. < αρχ. παραμένω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμένω 2 Ρ αόρ. παραέμεινα, απαρέμφ. παραμείνει : μένω σε έναν τόπο, χώρο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το κανονικό: Mου φαίνεται ότι παραέμεινε στο σπίτι μας η πεθερά μου.

[παρα- 2 + μένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες