Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παραθήκη η.
-
- (Θεολ.) η πνευματική κληρονομιά που έχει παραδοθεί στους χριστιανούς, παρακαταθήκη:
- θεοκινάτων πατέρων ιεράν παραθήκην μέχρι τέλους φυλάξωμεν (Ψευδο-Σφρ. 58020).
[αρχ. ουσ. παραθήκη]
- (Θεολ.) η πνευματική κληρονομιά που έχει παραδοθεί στους χριστιανούς, παρακαταθήκη: