Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράδοσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παράδοσις ‑ση η.
  • 1)
    • α) Το να παραδίδει κάπ. κ. σε κάπ.·
      • (εδώ νομ.) παράδοση, κατάθεση για φύλαξη, παρακαταθήκη:
        • (Ασσίζ. 3311
        • δίκαιον ένι να ακούσετε το δίκαιον των παραδόσεων, ήγουν τό λέγεται κουμαντίζα λατίνικα κατά τον νόμον (Ασσίζ. 7924
    • β) το να εμπιστεύεται κάπ. σε κάπ. ένα πρόσωπο:
      • Εκείνος δε απελογήσατο ως ζητούντα αδύνατόν τι, ου δι’ άλλο τι, αλλ’ ή διά τον ορισμόν του πατρός αυτών και την προς εκείνον εμήν διά στόματος παράδοσιν (Σφρ., Χρον. 364).
  • 2) Υποταγή στον εχθρό ύστερα από συνθηκολόγηση:
    • Τότες εδόθην η βουλή παράδοσις να γένει, να ζήσουν οι επίλοιποι (Θρ. Κύπρ. Μ 164).
  • 3) (Θρησκ.)
    • α) θεωρία, πρακτική, αντίληψη, κ.τ.ό., που μεταδίδεται στους μεταγενεστέρους:
      • Περί ιερουργίας της προηγιασμένης πόθεν έσχε την παράδοσιν (Βακτ. αρχιερ. 155· Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 155
    • β) διδασκαλία, διδαχή:
      • Εντολή λοιπόν κάτεχε πως είναι και παράδοσις του βασιλέως ημών Χριστού του Θεού (Βενετσάς, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 6910‑11
    • γ) τα κείμενα της ιερής παράδοσης (σε αντιδιαστολή με την Αγία Γραφή):
      • Από πολλών παραδόσεων και θείων Γραφών ηκούσαμεν … (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 346v).

[αρχ. ουσ. παράδοσις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες