Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πανεύφημος, επίθ.
-
— Βλ. και παντεύφημος.
- 1) Που έχει πολύ καλή φήμη, ξακουστός:
- (Διγ. Z 1679)·
- αρχόντισσες μεγάλες, …, ανέγλυτες, πανεύφημες (Ανακάλ. 73)·
- (σε θέση ουσ. ως προσφών. αγαπημένου προσώπου):
- (Διγ. Z 1870).
- 2) (Προκ. για άγιο) παμμακάριστος:
- την εικόνα του πανευφήμου Μάρκου του ευαγγελιστού (Ψευδο-Σφρ. 32415).
[μτγν. επίθ. πανεύφημος]
- 1) Που έχει πολύ καλή φήμη, ξακουστός: