Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάγα η.
-
- Μισθός, πληρωμή, δόση πληρωμής:
- να του δώσει ο λεγόμενος κυρ Νικολός υπέρπυρα ρ́ μέσα σε δύο πάγες …, αρχίζοντας η πρώτη πάγα … τον Ωκτώβρη (Βαρούχ. 237‑8· Βουστρ. 1682).
[<βεν. paga ή <ιταλ. paga. Η. λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Μισθός, πληρωμή, δόση πληρωμής:
- παγαδόρος ο.
-
- Πληρωτής:
- απομένει … πριντσιπάλες παγαδόρος εις όλα και διόλου (Βαρούχ. 5329).
[<βεν. pagador. Η λ. σε έγγρ. του 16. αι.]
- Πληρωτής:
- παγαίνω [pajéno] & πααίνω [paéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) μππ. παγεμένος και (σπάν.) παεμένος : (λαϊκότρ., λαϊκ.) πηγαίνω: Άντε πάγαινε από δω πέρα. Πάαινε να σαλέψει ο νους της. Ήμουν παγεμένος στην Aθήνα για δουλειές.
[μσν. παγαίνω < *υπαγαίνω (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < ελνστ. ὑπάγ(ω), αρχ. σημ.: `φέρνω κάτω από, οδηγώ, φεύγω΄, μεταπλ. -αίνω κατά το πηγαίνω· αποβ. του μεσοφ. [γ] ]
- παγαίνω,
- βλ. υπαγαίνω.
- παγάκι το [paγáki] Ο44α : μικρό κομμάτι πάγου, από νερό που πάγωσε μέσα σε ειδική θήκη στο ψυγείο: Θέλεις παγάκια στο ουίσκι; Δε θέλω παγάκια στο φραπέ.
[πάγ(ος) -άκι]
- παγάνα η [paγána] Ο25 : 1α.ιδιαίτερος τρόπος κυνηγιού, που συνίσταται στην ανίχνευση, καταδίωξη και παγίδευση θηράματος από ομάδα κυνηγών που ενεργούν βάσει σχεδίου: Bγαίνω / στήνω ~. Mε το πρώτο χιόνι βγαίνανε ~ στο βουνό. Σαν τ΄ αγρίμια που τρέχουν να ξεφύγουν από την ~. β. (λαϊκότρ.) ανάλογος τρόπος καταδίωξης και σύλληψης ανθρώπου: Ξέφυγαν από τις παγάνες των χωροφυλάκων, περνώντας μέσα από το ποτάμι. 2. ομάδα κυνηγών που στήνουν παγάνα, που κυνηγούν με παγάνα: Ο αρχηγός της παγάνας.
[μσν. παγαν(εύω) -α (αναδρ. σχημ.) < παγαν(ός) -εύω ίσως με την έννοια ενέδρας που στήνουν οι άνθρωποι της υπαίθρου]
- παγανέα η.
-
- Θαμνώδες μέρος όπου στήνεται ενέδρα για κυνήγι:
- έλαφος εξεπήδησε μέσον της παγανέας (Διγ. Gr. 1091).
[<ουσ. παγανός + κατάλ. ‑έα ή <παγανεύω ή <σλαβ. pogońa. Τ. ‑ιά σήμ.]
- Θαμνώδες μέρος όπου στήνεται ενέδρα για κυνήγι:
- παγανευτής ο.
-
- Ανιχνευτής θηραμάτων σε κυνήγι:
- των δε παγανευτών και αύθις διερευνώντων ει πέρδικες αναπτήσουσι, δει σε μακρόθεν λύειν τον ιέρακα κατόπισθεν αυτών (Ιερακοσ. 5059).
[<παγανεύω + κατάλ. ‑τής. Η λ. στο Meursius]
- Ανιχνευτής θηραμάτων σε κυνήγι:
- παγανιά η [paγaná] Ο24 : παγάνα1: Bγαίνω ~ και ως ΦΡ για μεθοδευμένη αναζήτηση για την επίτευξη σκοπού: Bγήκανε ~ για καμάκι. (μτφ.): Ο Xάρος βγήκε ~.
[μσν. παγανέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < παγαν(ός) -έα > -ιά]
- παγανικός, επίθ.
-
- (Προκ. για περιουσιακά στοιχεία) που προέρχονται ανεπίσημα, χωρίς νομική πράξη:
- Παγανικά (ενν. πεκούλια) δε λέγονται όσα έχουσι τινές από τους πατέρες τους διά υπηρεσίας τους ή διά χρείαν τους … (Νομοκριτ. 104 τρις).
[<μτγν. ουσ. παγανός + κατάλ. ‑ικός. Η λ. τον 5. αι.]
- (Προκ. για περιουσιακά στοιχεία) που προέρχονται ανεπίσημα, χωρίς νομική πράξη: