Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πα
2.355 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πα [pá] επιφ. : (οικ.) πάντοτε με επανάληψη· συχνά προηγείται το α 1· χρησιμοποιείται απολύτως στη θέση μονολεκτικής απάντησης ή και με πρόταση για να δηλώσει έντονη άρνηση που οφείλεται σε κάποια προηγούμενη αρνητική εμπειρία: Θα έρθεις μαζί μας; - A ~ ~ ~, αποκλείεται!, σε καμία περίπτωση. Ξανά εγώ μαζί τους; A ~ ~ ~! ~ ~ ~ δε μ΄ αρέσει / δε συμφωνώ.

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πα το [pá] Ο (άκλ.) : η πρώτη νότα της βυζαντινής μουσικής κλίμακας αντίστοιχη προς το ρε της ευρωπαϊκής.

[λόγ. σειρά φθογγοσήμων για τη βυζαντινή μουσική: πα, βου, γα, δι, κε, ζω, νη που δημιουργήθηκαν για προσαρμ. προς την ευρωπαϊκή μουσική· επιλέχτηκαν οι αρχικοί φθόγγοι των εφτά πρώτων γραμμάτων του αλφαβήτου (τα πρώτα τέσσερα αντιστοιχούν και προς την ονομασία των τεσσάρων τρόπων της βυζαντινής μουσικής) και προστέθηκε φωνήεν ή σύμφωνο για δημιουργία συλλαβής]

[Λεξικό Κριαρά]
παβγούνιν το,
βλ. παβιόνι.
[Λεξικό Κριαρά]
παβέζι το· παβέτζι(ον)· παβίζι(ον)· παφέζιν· πληθ. παφεζία.
  • Μεγάλη ξύλινη ασπίδα που καλύπτει ολόκληρο το σώμα:
    • το απεζικόν αφήκαν τα παφεζία και τ’ άρματά τους (Μαχ. 6625).

[<ιταλ. pavese. Ο τ. ‑τζιον στο Du Cange. Ο τ. παφέζιν <μσν. γαλλ. pavais ή pavois ή <προβ. paves. Η λ. και διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
παβεζώνω.
  • Στήνω όρθια την ασπίδα:
    • οι Αρμένηδες … επαβεζώσαν … και εκδέχουνταν τους Σαρακηνούς (Μαχ. 66024 κριτ. υπ).

[<ουσ. παβέζι. Τ. ‑ντζώνω και λ. παβεντζάρω σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
παβέτζι(ον) το,
βλ. παβέζι.
[Λεξικό Κριαρά]
παβιέρα η.
  • Ξύλινο προκάλυμμα με τη μορφή μεγάλης ασπίδας για την προστασία των πολιορκητών:
    • εβαστούσαν (ενν. οι στρατιώτες) λαμπρόν … και εκάψαν την παβιέραν (Μαχ. 46015.)>

[<μεσν. γαλλ. paviere]

[Λεξικό Κριαρά]
παβίζι(ον) το,
βλ. παβέζι.
[Λεξικό Κριαρά]
παβιόνι το· παβγούνιν· παβιούνιν· παβιούννιν.
  • Στρατιωτική σκηνή:
    • στα παβιόνια πα να δώ τι κάνουν οι στρατιώτες (Ερωφ. Ά 511
    • (στον πληθ. συνεκδ. προκ. για το στρατόπεδο):
      • (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 115).

[<βεν. pavion. Η λ. στο Βλάχ. (λ. ‑ιώ‑)]

[Λεξικό Κριαρά]
πάγα η.
  • Μισθός, πληρωμή, δόση πληρωμής:
    • να του δώσει ο λεγόμενος κυρ Νικολός υπέρπυρα ρ́ μέσα σε δύο πάγες …, αρχίζοντας η πρώτη πάγα … τον Ωκτώβρη (Βαρούχ. 237‑8· Βουστρ. 1682).

[<βεν. paga ή <ιταλ. paga. Η. λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...236   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες