Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πάντη, σύνδ.· μαντές· πάντες· παντές· πάντης.
-
- Ά (Σύνδ.) μήπως:
- γή πάντες θέλω εγώ πολλά; ένα μιτσό (ενν. βόλι) με φτάνει (Κατζ. Β́ 33)·
- (εδώ με το μόρ. μη πλεοναστικά):
- και πάντης μη όντε το κακό γενεί κι … αργήσου να το μάθουσι, λιγότερο απομένει; (Ερωτόκρ. Έ 615).
- Β́ (Επίρρ.) σαν (να):
- Μαντές έθελες να’ μουν 'ποθαμένη, για να καυκούσουν τούτον αξ αυτόν μου (Κυπρ. ερωτ. 10429).
[πιθ. αρχ. επίρρ. πάντῃ. Ο τ. μαντές <παντές με τροπή του π σε μ. Οι τ. πάντες και παντές και σήμ. κυπρ. Τ. μάντες σήμ. κυπρ. Η λ. και ο τ. πάντης σήμ. κρητ. ως ά συνθ. των συνδ. πάντημος και πάντησμος]
- Ά (Σύνδ.) μήπως: