Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πάνσοφος, επίθ.
-
- α) Πανέξυπνος:
- (Καλλίμ. 425)·
- β) εξαιρετικά σοφός:
- (Μαρκάδ. 492)·
- (προκ. για πρόσωπο):
- (Γλυκά, Στ. Β́ 80), (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 158)·
- (εδώ μεταφ. προκ. για πόλη):
- την πάνσοφον περί τας πόλεις όλας (Ανάλ. Αθ. 33).
[αρχ. επίθ. πάνσοφος. Η λ. και σήμ.]
- α) Πανέξυπνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάνσοφος -η -ο [pánsofos] Ε5 : που είναι πάρα πολύ σοφός, πολυμαθής ή συνετός.
[λόγ. < ελνστ. πάνσοφος, αρχ. σημ.: `πολύ ικανός΄]