Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάμπολυς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
πάμπολυς, επίθ.· αιτιατ. πληθ. αρσ. παμπολλούς· αιτιατ. πληθ. θηλ. παμπόλλας· παμπολλάς.
  • Πάρα πολύς:
    • (Βίος Αλ. 5275, 5026), (Διγ. Z 4117), (Δούκ. 20928).

[αρχ. επίθ. πάμπολυς. Η λ. και σήμ. συν. στον πληθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες