Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάθη
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάθημα το [páθima] Ο49 : ό,τι έπαθε κάποιος, το δυσάρεστο ή ατυχές συμβάν που συνέβη σε κπ.: Aς ελπίσουμε ότι το τελευταίο του ~ θα τον συνετίσει. Tο ~ ας του γίνει μάθημα από εδώ και στο εξής. (έκφρ.) τα παθήματα μαθήματα*.

[αρχ. πάθημα]

[Λεξικό Κριαρά]
πάθημα το· πάθημαν.
  • Δυσάρεστο ή ατυχές συμβάν, πάθημα· καταστροφή, συμφορά· στενοχώρια:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 4817
    • Δεν ηύρεν ο Αριστοτέλης βουλήν καμιάν να δώσει ουδέ από τέτοιον πάθημαν κανένα να λυτρώσει (Φαλιέρ., Λόγ. 248
    • (προκ. για ερωτικό βάσανο, καημό):
      • (Φαλιέρ., Ιστ. 564).

[αρχ. ουσ. πάθημα. Ο τ. και άλλοι τ. σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάθηση η [páθisi] Ο33 : 1.η κατάσταση του οργανισμού που έχει προσβληθεί από ασθένεια· (πρβ. ασθένεια, νόσος, αρρώστια): Kαρδιακές παθήσεις. Πνευμονικές παθήσεις. Παθήσεις των νεφρών. Οξεία / χρόνια ~. Ψυχικές παθήσεις. 2. (γραμμ., συνήθ. πληθ.) οι ποικίλες μεταβολές τις οποίες υφίστανται οι φθόγγοι των λέξεων: Παθήσεις φθόγγων / φωνηέντων / συμφώνων.

[λόγ. < αρχ. πάθη(σις) `φυσική ή ηθική επίδραση΄ -ση & σημδ. γαλλ. affection· 2: κατά τη σημ. του πάθος6]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παθητικό το [paθitikó] Ο38 : 1.(λογιστ.) το έλλειμμα λογιστικού λογαρια σμού ή το άθροισμα των οικονομικών υποχρεώσεων και ζημιών ή το πο σό κατά το οποίο το άθροισμα αυτό υπερβαίνει το σύνολο των κερδών. ANT ενεργητικό: H επιχείρηση έχει ~. Εργάζομαι με ~, με ζημία. 2. (μτφ.) όποιες και όσες ενέργειες αποτελούν τα αρνητικά στοιχεία μιας ηθικής αποτίμησης της ζωής ενός προσώπου. (έκφρ.) γράφω / εγγράφω κτ. στο ~ μου, μου καταλογίζεται κτ. αρνητικό.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. παθητικός σημδ. γαλλ. passif]

[Λεξικό Κριαρά]
παθητικός, επίθ.
  • 1) Που έχει σχέση με τα πάθη, αμαρτωλός:
    • μηδένα λογισμόν ακάθαρτον ή αγάπην παθητικήν (Βενετσάς, Δαμασκηνού Βαρλαάμ 12036).
  • 2) Που έχει σχέση με τον πόνο, τα βάσανα κάπ.:
    • το λίγον πόρκεται 'πού το νοητικόν μου έδωκα κείν’ της αρετής, καρπόν παθητικόν μου (Κυπρ. ερωτ. 15012).

[αρχ. επίθ. παθητικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παθητικός -ή -ό [paθitikós] Ε1 : 1α.(για συμπεριφορά) που δείχνει ότι κάποιος αποδέχεται μια κατάσταση ή επίδραση, καθώς αδρανεί ή δεν ενεργεί για να τη μεταβάλει. ANT ενεργητικός, ενεργός: ~ ρόλος. Kρατώ παθητική στάση, δεν αντιδρώ. Παθητική αντίσταση, που περιορίζεται στην άρνηση σύμπραξης, συνεργασίας κτλ. Παθητική διαμαρτυρία. β. (για πρόσωπο) που κρατά παθητική στάση, δεν ενεργεί ή δεν αντιδρά: ~ θεατής / αποδέκτης. || ~ καπνιστής, που, χωρίς να καπνίζει ο ίδιος, υφίσταται τη βλαπτική επίδραση του καπνίσματος των άλλων. γ. (για ομοφυλόφιλο) που έχει το ρόλο του θηλυκού σε μια ερωτική συνεύρεση. ANT ενεργητικός. 2. (γραμμ.) που δείχνει ότι κάποιος ή κτ. παθαίνει, δέχεται μια ενέργεια από άλλον. ANT ενεργητικός: Παθητική σημασία / σύνταξη. Ρήματα παθητικής διάθεσης. || Ρήματα παθητικής φωνής. Παθητικοί τύποι ρήματος. 3. που έχει, εκφράζει, προκαλεί ένα έντονο συναίσθημα, έντονο πάθος, συνήθ. ερωτικό ή νοσταλγίας· (πρβ. παθιάρικος): Οι παθητικοί ρυθμοί του ταγκό. 4. (λογιστ.) που παρουσιάζει έλλειμμα· ελλειμματικός. ANT ενεργητικός: Παθητικό εμπορικό ισοζύγιο. || Παθητικό υπόλοιπο, έλλειμμα. || (ως ουσ.) το παθητικό*. παθητικά & παθητικώς ΕΠIΡΡ χωρίς καμία αντίδραση: Δέχτηκε εντελώς ~ τη νέα κατάσταση.

[λόγ.: 1α: αρχ. παθητικός· 1β: σημδ. αγγλ. passive· 1γ: σημδ. αγγλ. pathic(;) < λατ. pathicus < ελνστ. *παθικός· 2: ελνστ. σημ.· 3: γαλλ. pathétique (στη νέα σημ.) < υστλατ. patheticus < αρχ. παθητικός· 4: σημδ. γαλλ. passif· λόγ. < αρχ. παθητικῶς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παθητικότητα η [paθitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του παθητικού1: H ~ του χαρακτήρα.

[λόγ. παθητικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Κριαρά]
παθητικώς, επίρρ.
  • 1) Με εμπάθεια, μεροληπτικά:
    • ουκ είχον μετά τινός συμβουλευθήναι διά το πάντας παθητικώς διακείσθαι (Ψευδο-Σφρ. 36435).
  • 2) Με πάθος, με μεγάλη επιμέλεια:
    • ουκ έρχονται (ενν. αι γυναίκαι στην εκκλησία) μετά ταπεινώσεως …, αλλά … στολίζονται και νίβονται παθητικώς (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 46).

[αρχ. επίρρ. παθητικώς]

[Λεξικό Κριαρά]
παθητός, επίθ.
  • α) Που υπόκειται σε πάθη:
    • εάν ήθελεν (ενν. η ψυχή) έχει κορμί, ήθελεν είστουν και αυτή παθητή (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 19v
  • β) (προκ. για το Χριστό και την ανθρώπινη φύση του):
    • Μετά δε την Ανάστασην (ενν. του Χριστού) η φθαρτή και παθητή εκείνη σαρξ έγινεν απαθής και άφθαρτος (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 184).

[αρχ. επίθ. παθητός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες