Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουά [uá] (άκλ.) : (παιδ.) ηχομιμητική λέξη που μιμείται το κλάμα του μωρού.
[ηχομιμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- ουά, επιφ.
-
- Αλίμονο:
- ουά, το 'μάτιν το ψιλόν τό καταπιάσει ο βάτος (Μαχ. 6706).
[μτγν. επιφ. ουά. Τ. βουά σήμ. ιδιωμ. Η λ. σε χιακά σκωπτικά ανέκδοτα και σήμ. κυπρ.]
- Αλίμονο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουαί [ué] επιφ. : 1. επιτατικό στην εκφορά ~ και αλίμονο: ~ και αλίμονο, αν κρινόταν το μέλλον τους από αυτόν, αλίμονό τους. 2. (απαρχ.) ΦΡ ~ τοις ηττημένοις, αλίμονο στους ηττημένους.
[λόγ. < ελνστ. οὐαί]
[Λεξικό Κριαρά]
- ουαί, επιφ.
-
- Αλίμονο (από σωματικό πόνο, ανησυχία, φόβο, οδύνη, οίκτο, αποδοκιμασία)·
- (με επόμ. αντων.):
- ουαί μοι τῳ αθλίῳ (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 347r)·
- Ουαί μας τους πτωχούς τους ξένους! (Μαχ. 58818· Λίβ. Sc. 405)·
- (σε απειλή):
- ουαί δε αυτούς όσους τους εύρει τούτο το χαλάζι (ενν. του Θεού) (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 161v)·
- (η αντων. με την πρόθ. εις):
- (Πένθ. θαν. Κ 33)·
- «ουαί σ’ εμάς», ελέγασι, «τ’ ήτον που μας ευρήκε;» (Ιστ. Βλαχ. 751)·
- (σε επανάληψη επιτ.):
- Ουαί ουαί μοι το λοιπόν! Τώρα ας χαρούν οι εχθροί μου! (Γεωργηλ., Βελ. Λ 490· Ροδολ. Χορ. β́ 1)·
- (με ουσ.):
- ουαί την ψυχήν του (Κανον. διατ. Α 1570)·
- (με επόμ. αντων.):
- γ) (με πρόταση):
- Ουαί και πώς ηυρίσκομαι εις την πληγήν ετούτην (Θησ. Γ́ [251]).
- Το επίφ. ως ουσ. =
- α) (έναρθρ.):
- (Θησ. Γ́ [285])·
- έδερναν τα κεφάλια τους και το ουαί εκράζαν (Διακρούσ. 10514)·
- β) (άναρθρο):
- Εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, ουαί και θρήνος (Γλυκά, Στ. 316).
- α) (έναρθρ.):
[μτγν. επίφ. ουαί. Τ. βουαί σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Αλίμονο (από σωματικό πόνο, ανησυχία, φόβο, οδύνη, οίκτο, αποδοκιμασία)·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουαλικός -ή -ό [ualikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Ουαλία ή στους Ουαλούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς.
[λόγ. Ουαλ(ία) -ικός < αγγλ. Wal(es) -ία (ορθογρ. δαν.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- Ουάνδαλοι οι.
-
- Ονομασία αρχαίων γερμανικών φύλων:
- τους Ουανδάλους έπεισεν (ενν. ο Βελισάριος) εις ζυγόν δουλοσύνης (Γεωργηλ., Βελ. Λ 563).
[μτγν. εθν. Ουάνδαλοι. Τ. Ουάνδιλοι στο Soph. (στη λ.), Βανδίλοι (6. αι.), Βάνδιλοι το 12. αι. και Βάνδαλοι σήμ.]
- Ονομασία αρχαίων γερμανικών φύλων:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουάου [uáu] επιφ. : (προφ.) χρησιμοποιείται απολύτως και δηλώνει θαυμασμό και ικανοποίηση: ~, τι αμάξι ήταν αυτό!
[λόγ. < αγγλ. wow]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουβερτούρα η [uvertúra] Ο25α : (μουσ.) εισαγωγή, προοίμιο ενός μουσικού έργου· πρελούντιο. ANT φινάλε.
[ιταλ. overtura με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ]