Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οψέ, επίρρ.· εψές· οψές· ψες.
-
— Βλ. και αποταψές.
- 1) Χθές βράδι:
- (Πεντ. Γέν. XIX 34)·
- το 'δα εψές στον ύπνον μου (Συναξ. γαδ. 99)·
- εκφρ. εψές αργά και οψές αργάς (πβ. και οψαργάς) = χθές βράδι:
- (Ριμ. κόρ. 628), (Ερωτόκρ. Γ́ 1036).
- 2)
- α) Χθές:
- μου 'λεγεν οψές ένας βοσκός το βράδι (Πανώρ. Δ́ 51)·
- β) (συνεκδ.) πριν από λίγες μέρες, πρόσφατα:
- (Πικατ. 223)·
- ό,τι κι αν τσ’ άρεσεν οψές, το σήμερο τ’ οχθρεύγει (Ροδολ. Β́ 21· Βεντράμ., Γυν. 123)·
- γ) (με ουδ. άρθρο) ως ουσ. = η χθεσινή μέρα·
- (συνεκδ.) το πρόσφατο παρελθόν:
- Τ’ οψές εδιάβη (Ερωφ. Πρόλ. 75).
- (συνεκδ.) το πρόσφατο παρελθόν:
- α) Χθές:
[αρχ. επίρρ. οψέ. Ο τ. οψές στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. οψές στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ψες και σήμ. Η λ. και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Χθές βράδι:
[Λεξικό Κριαρά]
- οψεδέποτε, επίρρ.
-
— Βλ. και οψέποτε.
- Κάπ. στιγμή αργότερα:
- Οψεδέποτε … πέμπουσιν εκείνοι τον φονέα να τον σφάξει (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 121).
[<συνεκφ. οψέ δε ποτέ]
- Κάπ. στιγμή αργότερα:
[Λεξικό Κριαρά]
- οψέποτε, επίρρ.
-
- Κάποτε στο μέλλον· κάπ. στιγμή αργότερα:
- (Γλυκά, Στ. 359)·
- παρακαθήμενος (ενν. ο σουλτάν Μουράτης) τῃ Πόλει εγγύς τριετίας, ουκ ίσχυσε λαβείν αυτήν …· όμως οψέποτε παρῃτήσατο αυτήν και απήλθεν (Έκθ. χρον. 321).
[<συνεκφ. οψέ ποτέ (4. αι., L‑S, λ. πότε III 2). Τ. οψεπότε και οψεποτέ σε έγγρ. του 12. αι. Η λ. τον 9. αι. και σήμ. (ΑΛΝΕ)]
- Κάποτε στο μέλλον· κάπ. στιγμή αργότερα:
[Λεξικό Κριαρά]
- οψές, επίρρ.,
- βλ. οψέ.
[Λεξικό Κριαρά]
- οψεσινός, επίθ.· εψεσινός· ψεσινός.
-
- Χθεσινός:
- Τα ψεσινά καμώματα … σ’ έγνοια μεγάλην ήβαλαν (Ερωτόκρ. Β́ 2073· Ριμ. κόρ. 625).
[<επίρρ. οψές + κατάλ. –ινός. Ο τ. εψ‑ στο Βλάχ. Ο τ. ψε‑ και σήμ. Τ. (ο)ψεζ’νός σήμ. ποντ. Η λ. στο Somav.]
- Χθεσινός: