Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οχετός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οχετός ο [oxetós] Ο17 : 1. γενική ονομασία αγωγών, ιδίως υπόγειων, που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά νερών, ιδίως βρόμικων· (πρβ. υπόνομος). 2. (μτφ., μειωτ.) για να χαρακτηρίσουμε πολλές αθυροστομίες, βρισιές ή βρομόλογα· (πρβ. βόθρος): ~ ύβρεων.

[λόγ. < αρχ. ὀχετός `λούκι νερού, κανάλι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
οχετός ο· αχετός.
  • Σωλήνας, αγωγός νερού:
    • (Ιερακοσ. 49628
    • (μεταφ.):
      • Εκεί και βρύσεις, οχετοί από χαράς δακρύων (Καλλίμ. 1975
      • ο καλός ο κηπευτής …, τον οχετόν τον αίτιον συσχών της ακαρπίας (Γλυκά, Στ. B́ 81).

[αρχ. ουσ. οχετός. Τ. εχετός σε έγγρ. του 11. αι. Τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες