Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οχετηγός ο.
-
- Αγωγός, σωλήνας (αποχέτευσης):
- κτίσαι την πόλιν … υδραγωγούς ποιήσαι τε, οχετηγούς και πόρους (Βίος Αλ. 1361).
[αρσ. του αρχ. επιθ. οχετηγός ως ουσ.]
- Αγωγός, σωλήνας (αποχέτευσης):