Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οφθαλμός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οφθαλμός ο [ofθalmós] Ο17 : (λόγ.) μάτι. 1. (ανατ.) το αισθητήριο όργανο της όρασης. ΦΡ και εκφράσεις εν ριπή* οφθαλμού. χάρμα* οφθαλμών. ως κόρη(ν)* οφθαλμού. διά γυμνού* οφθαλμού. οφθαλμόν αντί οφθαλμού (και οδόντα αντί οδόντος), για ανταπόδοση κακού, για εκδίκηση που γίνεται με πρόκληση της ίδιας βλάβης. έστι Δίκης* ~. 2. (βιολ.) το σημείο του βλαστού από το οποίο θα αναπτυχθεί νέος βλαστός ή νέο άνθος. 3. (τυπ.) η ανάγλυφη απεικόνιση του γράμματος στο τυπογραφικό στοιχείο.

[λόγ. < αρχ. ὀφθαλμός]

[Λεξικό Κριαρά]
οφθαλμός ο· αφθαλμός· εφταλμός· ουφθαλμός.
  • 1)
    • α) Το όργανο της όρασης, μάτι:
      • (Ιατροσ. κώδ. ͵ακϚ͵), (Χρον. Μορ. H 676
    • β) (συνεκδ.) η περιοχή γύρω απ’ τα μάτια:
      • (Φυσιολ. (Legr.) 241
      • επιλαβών εφίλησέ με εις τους οφθαλμούς (Σφρ., Χρον. 11212
    • γ) (στη γεν. με τα ουσ. κόρη και φως σε προσφών. αγαπημένου προσώπου):
      • (Sprachlehre 128
      • ομμάτια μου, το φως των οφθαλμών μου (Διγ. Esc. 859
    • δ) (προκ. για το Θεό):
      • οφθαλμός ο άυπνος οπού ποτέ ου κοιμάται (Γεωργηλ., Βελ. Λ 110
    • ε) (σε μεταφ.):
      • έδει με γαρ τοι την δοκόν οράν των οφθαλμών μου και μη τα κάρφη τα λεπτά των αδελφών μου (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 65· Ερωφ. Β́ 84
    • στ) (συνεκδ. στον εν. και πληθ. με ή χωρίς γεν. προσώπου προκ. για το ίδιο το πρόσωπο):
      • (Διγ. O 1006
      • επιβγάλτηκα από εναντίου εφταλμώ σου (Ιων. II5
  • 2)
    • α) (Συνεκδ.) βλέμμα, ματιά:
      • κείνου οφθαλμός του πότε στο άλογό 'τονε, πότε σ’ εμέν (Διγ. O 2503· Φυσιολ. (Legr.) 231
    • β) (σε μεταφ. με το γυρίζω προκ. να δηλωθεί συμπόνια):
      • Ζευ, τσ’ οφθαλμούς σου γύρισε σ’ εκείνη (ενν. στην Ερωφίλη), 'δέ τη λυπητερά (Ερωφ. χορ. β́ 524).
  • 3) (Μεταφ.) επόπτης, επιμελητής· προστάτης:
    • απετύφλωσε λοιπόν τον οφθαλμόν της Πόλης (ενν. τον Βελισάριον) (Γεωργηλ., Βελ. Λ 546).
  • 4) (Μεταφ.) το προσφιλέστερο, το καλύτερο ή ωραιότερο (μέρος)· ωραιότητα, ομορφιά:
    • πάντων φυτών ο οφθαλμός (ενν. ο Μάιος) και των ανθών λαμπρότης (Διγ. Z 2751).
  • Εκφρ.
  • 1) Εισέ ροπήν του οφθαλμού, βλ. εις έκφρ. 23.
  • 2) Εις οφθαλμόν ή τους οφθαλμούς (κάπ.), προ οφθαλμού = ενώπιον, μπροστά:
    • (Ερμον. Υ 318), (Λίβ. (Lamb.) N 480), (Σπαν. A 50).
  • 3) Εξ οφθαλμών = βλέποντας, θωρώντας:
    • (Καλλίμ. 931).
    • Φρ.
    • 1) Ανοίγω τους οφθαλμούς κάπ., βλ. ανοίγω φρ. 6.
    • 2) Βάλλω οφθαλμόν = κοιτάζω προσεκτικά, παρατηρώ:
      • (Λίβ. N 2112).
    • 3) Βλέπω εν οφθαλμοίς = λαμβάνω ο ίδιος γνώση κάπ. πράγματος:
      • (Κορων., Μπούας 16).
    • 4) Επιχύνομαι τους οφθαλμούς, βλ. επιχύνω (II).
    • 5) Θολώνω τους οφθαλμούς μου = για να δηλωθεί έντονος θυμός, αγριότητα:
      • (Διγ. Esc. 1128).
    • 6) Σκοτίζονται οι οφθαλμοί μου = χάνω την πνευματική μου διαύγεια, δε σκέφτομαι καθαρά:
      • (Μαχ. 25020).
    • 7) Στήνω τον οφθαλμόν κατά + γεν. = εποφθαλμιώ, επιβουλεύομαι κάπ. ή κ.:
      • (Δούκ. 758).
    • 8) Ωσότου στρέψεις οφθαλμόν, ως ού να στρίψεις οφθαλμόν, έως να τρίψεις οφθαλμόν = στη στιγμή, στο λεπτό:
      • (Πόλ. Τρωάδ. 7072 κριτ. υπ.), (Λίβ. Esc. 2168), (Λίβ. P 2096).

[αρχ. ουσ. οφθαλμός. Ο τ. εφτ‑ και διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οφθαλμοσκόπιο το [ofθalmoskópio] Ο40 : (ιατρ.) όργανο που χρησιμοποιείται για την εξέταση του εσωτερικού του οφθαλμού.

[λόγ. < γαλλ. opht(h)almoscope < ophthalmo- = οφθαλμο- + -scope = -σκόπιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες