Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οφείλημα το· οφέλημαν.
-
- (Προκ. για χρήματα) ό,τι οφείλει κανείς, το χρέος:
- το δίκαιον ορίζει και κρίνει ότι εκείνος (ενν. είς άνθρωπος χρεοφειλέτης) … ένι κρατούμενος … να πουλήσει τας κλήρας του και να πλερώσει το οφέλημάν του (Ασσίζ. 38722, 26).
[αρχ. ουσ. οφείλημα]