Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουρία
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρία η [uría] Ο25 : κρυσταλλική ουσία που υπάρχει κυρίως στα ούρα και δημιουργείται από την καύση αζωτούχων ουσιών στον οργανισμό: Διαπιστώθηκε επικίνδυνη αύξηση της ουρίας στο αίμα του ασθενή.

[λόγ. < γαλλ. ur(ée) -ία < urine < λατ. urina]

[Λεξικό Κριαρά]
ουριάζω, (I)· γουριάζω.
— Βλ. και γουριώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Θρηνώ, οδύρομαι:
      • (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. έ 38
      • κείνη … ουριάζει, κλαίει, μαδιέται και φωνάζει (Συναξ. γυν. 991).
    • 2) Ορμώ με φωνές, με αλαλαγμούς:
      • ούριαξαν ολόγυρα απάνω εις τον Τόρνον με τα κοντάρια οι πεζοί τα άλογα να σφάζξουν (Χρον. Τόκκων 2349).
    • 3) (Προκ. για ζώο) ουρλιάζω· (για κουρούνα ή κουκουβάγια) κράζω, (για σκύλο) αλυχτώ, (για γαϊδούρι) γκαρίζω:
      • (Μαχ. 66821, 22, 20), (Συναξ. γαδ. 318).
  • II. Μεσ. (με ενεργ. σημασ.) φωνάζω, ουρλιάζω:
    • (Πόλ. Τρωάδ. 5245).

[<αρχ. ωρύομαι. Ο τ. στο Meursius (λ. γουργιάζειν) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και άλλοι τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ουριάζω (II)· γουριάζω
  • (Προκ. για αβγό) κλουβιάζω:
    • (Φυσιολ. (Legr.) 240).

[<επίθ. ούριος + κατάλ. ‑ιάζω. Ο τ., καθώς και τ. β‑, και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ούριασμα το.
  • Ουρλιαχτό:
    • ουριάσματα και ταραχές μεγάλες … οι γυναίκες έκαμναν (Θησ. (Foll.) I 56).

[<αόρ. του ουριάζω + κατάλ. –μα. Τ. γουριάσματα στο Du Cange (λ. γουργός) και γ‑ στο Meursius]

[Λεξικό Κριαρά]
ουριασμός ο.
  • α) Ουρλιαχτό:
    • απάνω σ’ αυτούς (ενν. τους νεκρούς) πέφτουν (ενν. οι αρχόντισσες) και άρχιζαν το κλάψιμον με ουριασμούς μεγάλους (Θησ. Β́ [782]
  • β) αλαλαγμός μάχης:
    • πρός την γην όλοι οι Έλληνες με ουριασμόν μεγάλον … απόκοτα όλοι εβγαίνασι (Θησ. (Foll.) I 52).

[<αόρ. του ουριάζω + κατάλ. –μός. Η. λ. στο Du Cange]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες