Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ουδαμινός, επίθ.
-
— Πβ. και μηδαμινός.
- Ταπεινός· ασήμαντος, ευτελής:
- δώρον βραχύ τι εκ των εμών ουδαμινοτάτων λόγων (Αναγν., Ημιάμβ. 95)·
- Τον δε άμβωνα και την σολέαν μη δυνάμενος ποιήσαι τοιαύτα πολυέξοδα και πολύτιμα, εποίησεν αυτά ουδαμινά (Hagia Sophia α 46620).
[<μτγν. επίθ. ουδάμινος (L‑S) με καταβιβ. τόνου. Τ. 'δαμινός σήμ. κρητ. Η λ. τον 4. αι. και σήμ. κρήτ.]
- Ταπεινός· ασήμαντος, ευτελής: