Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουαί
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουαί [ué] επιφ. : 1. επιτατικό στην εκφορά ~ και αλίμονο: ~ και αλίμονο, αν κρινόταν το μέλλον τους από αυτόν, αλίμονό τους. 2. (απαρχ.) ΦΡ ~ τοις ηττημένοις, αλίμονο στους ηττημένους.

[λόγ. < ελνστ. οὐαί]

[Λεξικό Κριαρά]
ουαί, επιφ.
  • Αλίμονο (από σωματικό πόνο, ανησυχία, φόβο, οδύνη, οίκτο, αποδοκιμασία)·
    • (με επόμ. αντων.):
      • ουαί μοι τῳ αθλίῳ (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 347r
      • Ουαί μας τους πτωχούς τους ξένους! (Μαχ. 58818· Λίβ. Sc. 405
    • (σε απειλή):
      • ουαί δε αυτούς όσους τους εύρει τούτο το χαλάζι (ενν. του Θεού) (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 161v
    • (η αντων. με την πρόθ. εις):
      • (Πένθ. θαν. Κ 33
      • «ουαί σ’ εμάς», ελέγασι, «τ’ ήτον που μας ευρήκε;» (Ιστ. Βλαχ. 751
    • (σε επανάληψη επιτ.):
      • Ουαί ουαί μοι το λοιπόν! Τώρα ας χαρούν οι εχθροί μου! (Γεωργηλ., Βελ. Λ 490· Ροδολ. Χορ. β́ 1
    • (με ουσ.):
      • ουαί την ψυχήν του (Κανον. διατ. Α 1570
  • γ) (με πρόταση):
    • Ουαί και πώς ηυρίσκομαι εις την πληγήν ετούτην (Θησ. Γ́ [251]).
    • Το επίφ. ως ουσ. =
      • α) (έναρθρ.):
        • (Θησ. Γ́ [285]
        • έδερναν τα κεφάλια τους και το ουαί εκράζαν (Διακρούσ. 10514
      • β) (άναρθρο):
        • Εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, ουαί και θρήνος (Γλυκά, Στ. 316).

    [μτγν. επίφ. ουαί. Τ. βουαί σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες