Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οργίλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
οργίλος, επίθ.· όργιλος.
  • 1) Που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, οξύθυμος:
    • (Δούκ. 42723), (Ερμον. Δ 121).
  • 2)
    • α) Οργισμένος:
      • τους έκανεν πλέον οργίλους προς αυτόν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 277v
    • β) (προκ. για μήνυμα) απειλητικός:
      • (Δούκ. 8915).

[αρχ. επίθ. οργίλος. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οργίλος -η -ο [orjílos] Ε3 : (λόγ.) 1. θυμωμένος: Οργίλο βλέμμα / πρόσω πο. 2. οξύθυμος: ~ χαρακτήρας.

[λόγ. < αρχ. ὀργίλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες