Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οργασμός ο [orγazmós] Ο17 : 1α. το ανώτερο σημείο της σεξουαλικής ηδονής: Έρχομαι / φτάνω σε οργασμό. Ψυχρή γυναίκα που δε φτάνει ποτέ στον οργασμό. β. (ιδ. για θηλυκό ζώο) η περίοδος της γονιμότητας: H τεχνητή γονιμοποίηση γίνεται, όταν το ζώο βρίσκεται σε οργασμό. || (μτφ.): H φύση βρίσκεται σε οργασμό, για την περίοδο της άνοιξης. 2. (μτφ.) έντονη δραστηριότητα με συγκεκριμένο σκοπό: Πολεμικός / εκδοτικός ~. Παραθαλάσσια περιοχή, στην οποία παρατηρείται οικοδομικός ~.
[λόγ. < ελνστ. ὀργασμός]