Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορατός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ορατός, επίθ.
  • Που φαίνεται, θεατός, ορατός:
    • (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 502).
  • Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = (θεολ.) ο ορατός κόσμος, η δημιουργία:
    • αόρατα και ορατά εσύ (ενν. Κύριε) τα κυριεύεις (Ιστ. Βλαχ. 2688).

[αρχ. επίθ. ορατός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορατός -ή -ό [oratós] Ε1 : που μπορεί κάποιος να τον δει, να τον αντιληφθεί με την όραση. ANT αόρατος: H ορατή πλευρά της σελήνης. Έκλειψη του ήλιου ορατή στην Ελλάδα. Aστέρες ορατοί με γυμνό μάτι. || (επέκτ.) που μπορεί να γίνει αντιληπτός: H ορατή πλευρά της υπόθεσης. Είναι ~ ο κίνδυνος μιας μεγάλης οικολογικής καταστροφής.

[λόγ. < αρχ. ὁρατός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες