Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπόταν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπόταν [opótan] σύνδ. : (παρωχ.) 1. χρονικός, συχνά σε διηγήσεις, για να εκφράσει κτ. απροσδόκητο· οπότε: Γυρνούσαμε από το σχολείο, ~ ξαφνικά τον βλέπουμε (σαν φάντη μπαστούνι) μπροστά μας, όταν εκείνη τη στιγμή… 2. στη θέση χρονικού συμπερασματικού συνδέσμου για να δηλώσει κατάσταση που απορρέει, προκύπτει αναγκαστικά από τα προηγούμενα: Είναι πιθανόν να μη γίνει η πτήση, ~ τι κάνουμε;, οπότε σ΄ αυτήν την περίπτωση. Έχουμε να τον δούμε τρεις μέρες· ~ κάτι θα του έχει συμβεί, επομένως, οπότε μάλλον.

[αρχ. ὁπόταν]

[Λεξικό Κριαρά]
οπόταν, σύνδ.· οπόσταν· όποτα· οπότα· όποταν· 'πόταν.
  • 1)
    • α) Όταν:
      • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 102), (Διγ. Α 2872
    • β) μόλις:
      • (Πόλ. Τρωάδ. 7171).
  • 2) (Προκ. να δηλωθεί επανάληψη) κάθε φορά που:
    • (Προδρ. IV 38
    • όποτα έρθει πασάτζο … με μεγάλη έννοια βρίσκομαι (Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 171).
  • 3) Πότε:
    • ο Ηρώδης … εξέτασε καλά τον καιρόν του άστρου, …, οπόσταν εφάνη (Πηγά, Χρυσοπ. 256 (14)).

[αρχ. σύνδ. οπόταν. Ο τ. όποτα ή οπότα σε έγγρ. του 13. αι. Οι τ. όποταν και 'πόταν και σήμ. ιδιωμ., όπου και άλλοι τ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες