Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπίσω [opíso] επίρρ. : (λόγ.) πίσω: Προς τα ~. (έκφρ.) ο ~ μου ερχόμενος, αυτός που έρχεται από πίσω μου, ύστερα από εμένα. ΦΡ ύπαγε ~ μου Σατανά*.
[λόγ. < αρχ. ὀπίσω]
[Λεξικό Κριαρά]
- οπίσω, επίρρ.· απίσω· επίσω· οπίσου· ουπίσω· πίσω· τάπισα· ταπίσα· ταπισά· τάπισον· ταπίσον· ταπισόν· ταπισόντα· ταπίσω.
-
— Πβ. αποπίσω, εξοπίσω και παραπίσω.
- Ά Επίρρ.
- 1) (Τοπ.)
- α) πίσω (το αντίθ. του εμπρός):
- (Διγ. Esc. 483), (Αχιλλ. (Smith) O 457)·
- (με την πρόθ. εις + αιτιατ.):
- έχωσεν οπίσω εις τες άρτζες τον σιρ Φρασέσκην (Μαχ. 54811)·
- β) (προκ. για δήλ. επιστροφής) προς τα πίσω, προς το σημείο αφετηρίας:
- (Αχιλλ. (Smith) Ο 210)·
- (με τις προθ. εις και προς + αιτιατ.):
- απαυτού εστράφηκαν εις τα Ιωάννινα οπίσω (Χρον. Τόκκων 2367)·
- Στραφείς δ’ οπίσω προς αυτήν (Καλλίμ. 642)·
- (μεταφ.):
- το σφάλμα σα γενεί κι οπίσω δε γυρίζει (Ερωφ. Ά 101)·
- (εδώ προκ. για επιστροφή στην πατρίδα):
- Ξένε μου, πού ευρίσκεσαι, … και δεν θυμάσαι καν ποσώς οπίσω να γυρίσεις (Περί ξεν. 316)·
- γ) (προκ. για δήλ. κατεύθυνσης) προς τα πίσω:
- οπίσω εστοχάζετον διά την ποθητήν του (Διγ. Esc. 485)·
- (εδώ προκ. να δηλωθεί το στρέψιμο του κεφαλιού):
- τα πρόσωπά τους οπίσω και την ασκημιά του πατρός τους δεν είδαν (Πεντ. Γέν. IX 23)·
- δ) (με την πρόθ. από + αιτιατ.) μακριά από·
- (εδώ μεταφ.):
- τινάς οπίσω μη συρτεί από τον ορισμό του (ενν. του πάπα) (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 802).
- (εδώ μεταφ.):
- α) πίσω (το αντίθ. του εμπρός):
- 2) Το πίσω μέρος πράγματος ή ζώου:
- το ιππάριν του ήτον αρματωμένον … έμπροσθεν και οπίσω (Φλώρ. 535)·
- (προκ. για το ανθρώπινο σώμα):
- (Φορτουν. Δ́ 184)·
- οπίσω τα μαλλιά μου 'ν’ σκορπιστά 'ς τσι νώμους μου (Πανώρ. Πρόλ. 10)·
- (με την πρόθ. εις + αιτιατ.):
- πρασινορόδινος αετός στην σέλαν ήτον πίσω (Διγ. Z 308· Σαχλ., Αφήγ. 697)·
- έκφρ. οπίσω ανοικτή, βλ. ανοικτός 3.
- 3) (Προκ. για βιβλίο) παραπάνω, προηγουμένως:
- (Ιστ. πατρ. 12618)·
- σας εξηγήθηκα οπίσω την αγάπην τήν είχεν ο ρήγας με την ρήγαιναν (Μαχ. 2227)·
- (με την πρόθ. εις + αιτιατ.):
- Καθώς σε το αφηγήσαμουν οπίσω εις το βιβλίον … (Χρον. Μορ. P 6249).
- 4) (Με τα ρ. γιαγέρνω, γυρίζω, δίνω, παίρνω, στρέφω προκ. να δηλωθεί η επιστροφή ενός πράγματος):
- να τα γιαγείρω (ενν. τα κανίσκια) οπίσω; (Ροδολ. Γ́ 540· Μπερτολδίνος 162), (Βακτ. αρχιερ. 135)·
- (εδώ προκ. για πόλη ή κάστρο):
- να τουσε δώσει (ενν. ο Μουσταφάς) την Καλλίπολη οπίσω (Χρον. σουλτ. 5717· Χρον. Μορ. P 8425).
- 5) (Χρον.)
- α) ύστερα, κατόπιν, εν συνεχείᾳ· στο μέλλον:
- τάπισα επήγαν εις την Λευκωσίαν και επήραν την από σπαθίου (Ανων., Ιστ. σημ. ρμά́· Φορτουν. Δ́ 506)·
- β) (με την πρόθ. εις + αιτιατ.) ύστερα από:
- (Μαχ. 11434)·
- γ) στο τέλος, τελευταία:
- Ανάθεμα το ριζικό στά φύλαγεν οπίσω (Ερωτόκρ. Έ 988· Βέλθ. 1346)·
- δ) στο παρελθόν:
- να πάψω θέλω παντελώς τα περασμένα πίσω (Θησ. Πρόλ. [134]).
- α) ύστερα, κατόπιν, εν συνεχείᾳ· στο μέλλον:
- 6) (Με προηγ. το σύνδ. και προκ. να δηλωθεί αντίθεση) κι ύστερα· κι απ’ την άλλη:
- ήθελεν πάγει (ενν. η κάμηλος) καλά εκατόν μίλια οπίσω μιας καμήλας διά να την έχει και τάπισα έχει τόσην απομονήν … ότι εστόντα με … τες αδερφάδες του δεν τις εγγίζει ποττέ σαρκικά (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 135).
- 1) (Τοπ.)
- Εκφρ.
- 1) Αππώδε και οπίσω, βλ. απώδε Β́ β.
- 2) Εμπρός οπίσω, βλ. εμπρός 1 έκφρ.
- Φρ.
- 1) Αφήνω κάπ. οπίσω = ξεφεύγει κάπ. απ’ την αντίληψή μου:
- (Ερωτόκρ. Ά 494).
- 2) Γυρίζω οπίσω = αναβάλλω· μετανιώνω:
- (Θυσ. 134), (Ερωτόκρ. Γ́ 153).
- 3) Επαίρνω οπίσω, βλ. επαίρνω 1α φρ.
- 4) Πηγαίνω ή στρέφομαι (ο)πίσω = οπισθοχωρώ:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 289), (Σταυριν. 159).
- 5) Ποιώ στρέμμα οπίσω = επιστρέφω:
- (Χρον. Μορ. P 9130).
- 6) Στρέφω κάπ. οπίσω = αναγκάζω κάπ. να υποχωρήσει, τρέπω κάπ. σε φυγή:
- (Χρον. Μορ. P 5389).
- B́ (Σε θέση πρόθ.)
- 1) (Τοπ.)
- α) (με γεν. ή αιτιατ. ον. ή προσωπ. αντων.) πίσω από κάπ. ή κ.:
- οπίσω τους λας των αρμάτων ήτον η ρήγαινα (Μαχ. 41427)·
- οπίσω του αμαξίου να έχει έναν ασκοφύσιν (Μαχ. 57229)·
- (εδώ μεταφ.):
- αναστεναγμοί οπίσω σου και ομπρός σου (Χούμνου, Κοσμογ. 104)·
- (εδώ προκ. να δηλωθεί το στρέψιμο του κεφαλιού):
- (Καλλίμ. 1165)·
- οι εχθροί εφεύγασι, οπίσω τους εβλέπαν (Στ. βοεβ. 20)·
- β) (μεταφ.)
- β1) κρυφά από κάπ., εν αγνοίᾳ του:
- ομπρός και οπίσω τως πάντα τσι ξατιμώνου (ενν. οι κοπέλες τους άντρες) (Φορτουν. Β́ 397)·
- β2) κατά την απουσία κάπ.:
- (Μαλαξός, Νομοκ. 76)·
- εμπρός μου και οπίσω μου όλοι με επαινάτε (Ιστ. Βλαχ. 810)·
- β1) κρυφά από κάπ., εν αγνοίᾳ του:
- α) (με γεν. ή αιτιατ. ον. ή προσωπ. αντων.) πίσω από κάπ. ή κ.:
- 1) (Τοπ.)
- φρ. αφήνω κ. οπίσω μου = αγνοώ κ.:
- (Θυσ. 731)·
- γ) (με γεν. ον. ή προσωπ. αντων. προκ. να δηλωθεί συνοδεία ή ακολουθία):
- οπίσω του ακολούθει του σκυλίν (Λίβ. Esc. 3566)·
- έτρεξαν (ενν. τα σκυλία) οπίσω του λαγού (Μπερτόλδος 54)·
- (εδώ μεταφ.):
- ποιος εκ τσ’ αθρώπους … οπίσω τως (ενν. σε δόξες, πλούτη και τιμές) να πηαίνει; (Ερωφ. Πρόλ. 130).
- 2) (Χρον.)
- α) (με γεν. ον. ή προσωπ. αντων. προκ. να δηλωθεί χρονική ακολουθία):
- Το καλοκαίρι ογλήγορα … διαβαίνει κι οπίσω του … κρυγιός χειμώνας μπαίνει (Πανώρ. Γ́ 138· Μαχ. 2628)·
- β) μετά το θάνατο κάπ.:
- ο ζωντανός τάπισα του τεθνεώτος εντέχεται εκείνην την δωρεάν να την λάβει (Ασσίζ. 15718‑9)·
- φήμην δεν εβλέπουσι οπίσω τως ν’αφήσουν (Κορων., Μπούας 41).
- α) (με γεν. ον. ή προσωπ. αντων. προκ. να δηλωθεί χρονική ακολουθία):
- 3) (Με γεν. ον. προκ. για κίνηση απομάκρυνσης) από:
- τα ομμάτια της ουκ εστρέφονταν οπίσω της θαλάσσης (Πόλ. Τρωάδ. 637 κριτ. υπ).
- 4) (Με γεν. ον.) εκτός, πέρα από:
- οπίσω του Χριστού άλλην ουκ έχω ελπίδα (Σκλέντζα, Ποιήμ. 768).
- Γ́ (Με άρθρο ως επίθ. ή ουσ.)
- 1) (Τοπ. προκ. για δήλ. επιστροφής) προς τα πίσω:
- τα πίσω βιάζεται (Γεωργηλ., Θαν. 399)·
- (με γεν. προσωπ. αντων.):
- διαγείρετε τα πίσω σας (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 1296)·
- (με προηγ. την πρόθεση εις):
- απαυτού εγύρισάμε εις τα οπίσου (Συναδ. φ. 38r).
- 2) (Με προηγ. την πρόθ. εις) στο πίσω μέρος του σώματος:
- Ιανουάριος άνδρας … ως πεζοδρόμος φαίνεται … στα πίσω εις την ζώνην του πηγμένες οι ποδές του (Ημερολ. 49).
- 3) (Χρον.)
- α) προηγούμενος, περασμένος:
- εις τον καιρόν τον πίσω (Θησ. Πρόλ. [120])·
- (με το άρθρο τα) τα περασμένα, το παρελθόν:
- σα … φρόνιμη όλα τα πίσω εθώρει (Ερωτόκρ. Β́ 121)·
- αυτείνοι (ενν. οι θεοί) … προβλέπουσι τα μπρος και τα οπίσω (Αλεξ. 178)·
- β) μελλοντικός·
- (εδώ) στερνός, τελευταίος:
- ποιο θάρρος έχω, ποια δροσά στα γέρα μου τα πίσω; (Θυσ. 384)·
- (με προηγ. την πρόθ. εις) στο μέλλον:
- ο Ζευς … τους όρκους, εις τ’ ουπίσω τελειώσει (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Δ́ [133]).
- (εδώ) στερνός, τελευταίος:
- α) προηγούμενος, περασμένος:
- 1) (Τοπ. προκ. για δήλ. επιστροφής) προς τα πίσω:
- Έκφρ. τα πίσω κώλοι = με τα οπίσθα:
- (Μπερτόλδος 47).
- Φρ. γυρίζω, πηγαίνω, στρέφομαι, τρέχω (σ)τα πίσω (μου) = οπισθοχωρώ:
- (Γεωργηλ., Βελ. Λ 272), (Παλαμήδ., Βοηβ. 596), (Αχέλ. 606, 2323). [αρχ. επίρρ. οπίσω. Ο τ. επίσω, που απ. σε έγγρ. του 15. αι., πιθ. με επίδρ. του επιρρ. εμπρός. Ο τ. πίσω στο Meursius και σήμ. Οι τ. τάπισα κ.ε. από συνεκφ. με το άρθρο τα. Η λ., καθώς και οι τ. οπίσου, τάπισα, ταπίσα και ταπισόν, και σήμ. ιδιωμ., όπου και άλλοι τ.]
- Ά Επίρρ.
[Λεξικό Κριαρά]
- οπίσωθε, επίρρ.
-
- Από πίσω·
- (εδώ σε μεταφ.):
- εσύ απολούθενε έρωτα χτυπισμένος είσαι απομπρός κι οπίσωθε (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [196]).
- (εδώ σε μεταφ.):
[<επίρρ. οπίσω + κατάλ. ‑θε. Η λ. σε επιγρ. και σήμ. λογοτ. (ΑΛΝΕ)]
- Από πίσω·
[Λεξικό Κριαρά]
- οπισωκάπουλα, επίρρ.· οπισθοκάπουλα· πισωκάπουλα.
-
- Πίσω (από άλλον αναβάτη) στα καπούλια του αλόγου:
- έρκετον ο σιρ Πολ Τσάππους καβαλλάρης και πισωκάπουλά του ο σιρ Πιέρ Γούρρης (Βουστρ. 18411).
[<επίρρ. οπίσω + ουσ. κάπουλα (βλ. λ.). Λ. οπισωκάπουλον και πισωκάπουλον (‑ο‑) στο Du Cange (λ. καπούλα). Ο τ. πισω‑ και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. λογοτ. (ΑΛΝΕ)]
- Πίσω (από άλλον αναβάτη) στα καπούλια του αλόγου:
[Λεξικό Κριαρά]
- οπισωμπροστελίνα η.
-
— Πβ. αντελινομπροστέλινα τα.
- Λουριά στο στήθος και στα νώτα του αλόγου που συγκρατούν τη σέλα:
- χαλιναροκαπίστελα, οπισωμπροστελίνες (Διήγ. παιδ. 642).
[<επίρρ. οπίσω + ουσ. (ε)μπροστελίνα (βλ. λ.)]
- Λουριά στο στήθος και στα νώτα του αλόγου που συγκρατούν τη σέλα:
[Λεξικό Κριαρά]
- οπισωπατώ.
-
- Κάνω πίσω, αντιστέκομαι:
- ει δ’ ίσως οπισωπατείς, ου θέλεις ν’ ακλουθήσεις, επαίρνομέν σε πεταστόν (Βέλθ. 197).
[<επίρρ. οπίσω + πατώ. Τ. πισω‑ και σήμ.]
- Κάνω πίσω, αντιστέκομαι: