Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οξίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οξίζω.
  • Αισθάνομαι ξινίλα:
    • (Ορνεοσ. αγρ. 5736 (έκδ. ‑εις)).

[μτγν. οξίζω (TLG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες