Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ονυχίτης ο.
-
Είδος πολύτιμης πέτρας:
- (Διγ. Gr. 3194)·
- ρούχον πολύτιμον … μετά … χρυσολίθου βηρυλλίου και ονυχίτου (Ιστ. πατρ. 20120).
[μτγν. ουσ. ονυχίτης]