Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ονειδισμός ο [oniδizmós] Ο17 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ονειδίζω.
[λόγ. < ελνστ. ὀνειδισμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ονειδισμός ο.
-
- 1) Κατηγορία, ψόγος:
- δίχως να πταίσουν αυτοί, …, επαίρνουσιν ονειδισμούς (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 400).
- 2) Επίπληξη, επιτίμηση:
- γραφήν … μεστήν εξέπεμψεν, ονειδισμού και ψόγου (Διγ. Gr. 359).
- 3)
- α) Περιφρόνηση, ηθική μείωση, προσβολή:
- ονειδισμούς γαρ δέχεται (ενν. ο ξένος), τας ύβρεις υπομένει (Αλφ. ξεν. Αθ. 17· Σοφιαν., Παιδαγ. 95)·
- β) (συνεκδ.) αιτία, αντικείμενο ντροπής, καταισχύνης:
- Ταύτα όλα …δεν τα εδιηγούνταν ως … αληθινά πράγματα, διότι … ήτον ονειδισμός και καταφρόνεσίς τως (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 241).
- α) Περιφρόνηση, ηθική μείωση, προσβολή:
[μτγν. ουσ. ονειδισμός. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Κατηγορία, ψόγος: