Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ονείδισις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ονείδισις η.
  • Περιφρόνηση, ηθική μείωση, προσβολή:
    • Έρως, μου τας κακώσεις μου … τας ονειδίσεις μου, γνωρίζω, ουκ έλαθέν σε (Λίβ. Sc. 351 χφ).

[<ονειδίζω + κατάλ. ‑σις. Η λ. στον Ησύχ. και στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες