Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομόσημος -η -ο [omósimos] Ε5 : (μαθημ.) για αριθμό που έχει το ίδιο, θετικό ή αρνητικό, πρόσημο με κπ. άλλο. ANT ετερόσημος.
[λόγ. ομο- + σήμ(α) -ος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοσιά η.
-
- Ορκωμοσία:
- (Λίβ. P 255).
[<ομόνω + κατάλ. ‑σιά. Τ. ομοσά, κ.ά. σε ιδιώμ. της Καππαδοκίας]
- Ορκωμοσία:
[Λεξικό Κριαρά]
- ομόσκηνος, επίθ.
-
- Που είναι μέλος της ίδιας ομάδας, σύντροφος:
- άγιε των αγίων (ενν. Νικόλαε), ομόσκηνον και συνεργόν μετά πασών ομοίων (Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 20).
[μτγν. επίθ. ομόσκηνος]
- Που είναι μέλος της ίδιας ομάδας, σύντροφος:
[Λεξικό Κριαρά]
- όμοσμα το.
-
- Όρκος:
- όμοσμα του Κύριου να είναι ανάμεσα τους δυο τους (Πεντ. Έξ. XXII 10)·
- (σε μεταφ.):
- (Βυζ. Ιλιάδ. 327)·
- (ως σύστ. αντικ.):
- ανήρ … έμοσεν όμοσμα να δέσει δέμα ιπί τη ψυχή του (Πεντ. Αρ. XXX 3).
[<αορ. του ομόνω + κατάλ. ‑μα. Πβ. λ. άμωμα και όμωμα στο Somav. (λ. άμωμα). Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Όρκος:
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοσμένα, επίρρ.· 'μοσμένα.
-
- Με όρκο, ενόρκως:
- ήθελα και από σε να δω τό τάσσεσαι 'μοσμένα (Φαλιέρ., Ιστ. 740).
[<μτχ. παρκ. του ομόνω]
- Με όρκο, ενόρκως:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοσπονδία η [omosponδía] Ο25 : 1. το ομοσπονδιακό κράτος: H ελβετική ~. 2. δευτεροβάθμια οργάνωση (συνδικαλιστική, επαγγελματική, αθλητική, πολιτιστική κτλ.) στην οποία συμμετέχουν αντίστοιχες πρωτοβάθμιες οργανώσεις, ενώ αυτή συντονίζει τη δράση τους: Ομοσπονδία Tραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδος. Ομοσπονδία Γεωργικών Συνεταιρισμών Θεσσαλονίκης. || (επέκτ.) για άλλες ομοειδείς οργανώσεις: Mία ~ κομμάτων / κρατών.
[λόγ. ομόσπονδ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. confédération, fédération]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοσπονδιακός -ή -ό [omosponδiakós] Ε1 : 1α. Ομοσπονδιακό κράτος, του οποίου οι διάφορες περιοχές έχουν χωριστές τοπικές κυβερνήσεις, με τις οποίες η κεντρική κυβέρνηση μοιράζεται την κρατική εξουσία. Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. β. που αναφέρεται στο ομοσπονδιακό κράτος συνήθ. σε αντιδιαστολή με τα ομόσπονδα κράτη, τα οποία το αποτελούν: Ομοσπονδιακό σύνταγμα. Ομοσπονδιακή πρωτεύουσα / κυβέρνηση / αστυνομία. 2. που έχει σχέση με μία ομοσπονδία συλλόγων, σωματείων κτλ.: Ομοσπονδιακή οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Ο ~ προπονητής, για προπονητή εθνικής αθλητικής ομάδας.
ομοσπονδιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ομοσπονδί(α) -ακός μτφρδ. γαλλ. fédéral]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομόσπονδος -η -ο [omósponδos] Ε5 : που αποτελεί τμήμα ενός ομοσπονδιακού κράτους: Tα ομόσπονδα κρατίδια της Γερμανίας έχουν τοπικές κυβερνήσεις.
[λόγ. < αρχ. ὁμόσπονδος `δεσμευμένος με σπονδή, με συμμαχία΄ σημδ. γαλλ. fédéré, confédéré, fédéral]
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοστικός, επίθ.
-
- Δεσμευμένος με όρκο υποτέλειας:
- (Μαχ. 5023).
[<αόρ. του ομόνω + κατάλ. ‑τικός. Πβ. λ. αμωτικός στο Somav.]
- Δεσμευμένος με όρκο υποτέλειας: