Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομαδεύω· 'μαδεύγω· 'μαδεύω.
-
— Βλ. και μαζεύω.
- I. (Ενεργ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω:
- ο βασιλεύς … έκαμεν 'μάδευσιν πολλήν κι εμάδευσεν όλους τους ανδρειωμένους (Αχιλλ. L 46).
- II. Μέσ.
- 1)
- α) Συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι:
- εδιαλαλήσαν να 'μαδευθούν, να συναχθούν πάντα εις έναν τόπον τα ζώα (Διήγ. παιδ. 94)·
- β) (προκ. για στρατιωτικές δυνάμεις):
- όλοι του εμαδεύτησαν μέσα εις την αυλή του … στον πόλεμον να πάσιν (Αχιλλ. L 248).
- α) Συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι:
- 2) Συνασπίζομαι, συμπράττω:
- όλος ο κόσμος του Χριστού, όλοι να 'μαδευτούσιν, την πόλιν να επάρετε 'κ των ασεβών τας χείρας (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 260).
- 3) Φρ. 'μαδεύγεται η ψυχή μου = θλίβομαι, πονώ, υποφέρω:
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 673).
- 1)
[<ουσ. ομάς ‑άδος + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. ‑ εύω και σήμ. λογοτ. (ΑΛΝΕ). Διαφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Τσοπ., Γλώτται 52). Η λ. στον Ησύχ. (βλ. και TLG)]
- I. (Ενεργ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω: