Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ομάς ‑δα η· 'μάδα· νομάδα.
  • 1)
    • α) Σύνολο ανθρώπων, όλοι οι άνθρωποι· γένος:
      • Όσοι ουν αναγνώθετε ετούτην την ριμάδα, μικροί, μεγάλοι το λοιπόν και όλη η ομάδα (Βίος Δημ. Μοσχ. 102
      • Παυσανίας όνομα, Σαλονικιών ομάδα (Αλεξ. 425
      • Βασιλεύς Αλέξανδρος, … Μακεδονίας αρχηγός και πάσης της ομάδος (Αλεξ. 730
    • β) (συνεκδ.) συναναστροφή με ανθρώπους:
      • τον κόσμον φεύγοντα, μισώντα την ομάδαν κι εις μοναστήρια διάγοντα (Απόκοπ. 193α
      • (προκ. για συζυγική σχέση):
        • (Απόκοπ. 175).
  • 2)
    • α) Όμιλος ανθρώπων, συντροφιά, παρέα:
      • ο Ιακώβ τον Ιωσήφ εθέλησε να πέψει στους αδελφούς του … και λε’ του να του χαιρετά όλη των την ομάδα (Χούμνου, Κοσμογ. 1554· 1576
    • β) (συνεκδ.) τόπος συγκέντρωσης:
      • εις τα καπηλεία, εις τας ομάδας, εις τας οδούς (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XI 25
    • γ) (προκ. για βασιλική ακολουθία):
      • Βασιλεύς Αλέξανδρος μητρί μου Ολυμπιάδα, … χαιρετώ μ’ όλη της την ομάδα (Αλεξ. 1510
    • δ) (προκ. για τους ακολούθους του Έρωτα):
      • (Φαλιέρ., Ιστ. 109
    • ε) (προκ. για την Αγ. Τριάδα):
      • η βουλή της υψίστου Τριάδος Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, αχώριστης ομάδος (Πικατ. 416).
  • 3) Στρατιωτικό σώμα, στράτευμα:
    • εσκοπήσασιν τες τούρκικες ομάδες (Αχέλ. 1942
    • Μουντάρμων πλήθος σύναξε … εκ την πολλήν ομάδα, κάμπος ουδέν εφαίνετο (Κορων., Μπούας 33).
  • 4)
    • α) Σύνολο πραγμάτων:
      • να στρέψει την προίκα … και ουχί το καθέν μερικώς, και ζητείται τα πάντα ως προίκα και ομάδα προικός (Ελλην. νόμ. 58417
    • β) (προκ. για ποσό χρηματικό):
      • εζήταν … μίαν μεγάλην ομάδαν δουκάτα (Μαχ. 34831
      • η ομάδα των περπύρων (Ασσίζ. 38930).
  • 5) Σύνολο, συνολικός αριθμός·
    • (με επιρρ. σημασ.):
      • Τα ξύλα ομάδα μή́ (Μαχ. 17026
    • φρ. όπου είναι ή ήτον (η) ομάδα … = το συνολικό ποσό είναι ή ήταν:
      • (Μαχ. 5234, 3763).
  • 6) Αποτέλεσμα αριθμητικής πράξης· γινόμενο:
    • τα δύο πρώτα ποσά πολλαπλασιάσας η ομάδα εστίν ο μεριστής (Rechenb. 33).
  • 7) (Ως επίρρ.) μαζί, από κοινού:
    • ας μίξομεν και των αλλών, να ποιήσομεν ομάδα των δώδεκα την εκλογήν (Χρον. Μορ. H 959).
  • Φρ.
  • 1) Γίνομαι ομάδα = συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι·
    • (προκ. για τη συγκέντρωση των νερών κατά τη δημιουργία του κόσμου):
      • (Χούμνου, Κοσμογ. 15).
  • 2) Ποιώ ομάδα = αθροίζω, συγκεντρώνω:
    • (Ελλην. νόμ. 58412).

[<επίρρ. ομού + κατάλ. ‑άς. Η λ. (άς) τον 4. αι. και σήμ.(‑δα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες