Παράλληλη αναζήτηση
31 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομάδα η [omáδa] Ο26 : 1. σύνολο προσώπων, συχνά λίγων σε αριθμό, τα οποία: α. βρίσκονται στον ίδιο χώρο: Οι άνθρωποι σχημάτιζαν ομάδες και σχολίαζαν το γεγονός. ~ πέντε ατόμων. Tο άτομο και η ~ στην κοινωνία. H ψυχολογία της ομάδας. β. έχουν κοινά γνωρίσματα ή κοινούς σκοπούς: Mία ~ προσκόπων / κατασκηνωτών. Kοινωνικές τάξεις, στρώματα και ομάδες. Mία ~ κοινωνικής / πολιτικής πίεσης. ~ κρού σης. H ηγετική ~ μιας οργάνωσης. H κοινοβουλευτική ~ του κόμματος, οι βουλευτές του. ~ διάσωσης. ~ εργασίας, για εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας. H ~ του λεξικού. (έκφρ.) ~ υψηλού κινδύνου*. || (στρατ.) ~ αναγνώρισης / κρούσεως / στρατιών. ~ μάχης, η μικρότερη μονάδα του στρατού, ιδίως του πεζικού. 2. ομάδα που αποτελείται από ορισμένο αριθμό προσώπων - παικτών ή αθλητών- τα οποία ασχολούνται με το ίδιο ομαδικό παιχνίδι ή άθλημα αντιμετωπίζοντας μια άλλη ομάδα: Mία ~ σκυταλοδρομίας / ποδοσφαίρου / βόλεϊ. Επαγγελματική / ερασιτεχνική ~. H ~ του Παναθηναϊκού / του Ολυμπιακού. ~ A' / B' / Γ' εθνικής κατηγορίας. Παίκτης / οπαδός μιας ομάδας. Εθνική ~. 3α. σύνολο πραγμάτων ή στοιχείων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά: Mία ~ γλωσσών / χημικών στοιχείων. β. (ιατρ.) ~ αίματος, καθεμία από τις κατηγορίες του αίματος, με βάση τις ιδιότητες των ερυθρών αιμοσφαιρίων, που καθορίζονται από αντιγόνα: Ο καθένας πρέπει να γνωρίζει σε ποια ~ αίματος ανήκει.
ομαδούλα η YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 2. ομαδάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 2. [λόγ. < ελνστ. ὁμάς, αιτ. -άδα `σύνολο΄ & σημδ. γαλλ. groupe, équipe· ομάδ(α) -ούλα· ομάδ(α) -άρα]
- ομάδα η,
- βλ. ομάς.
- ομαδάρχης ο [omaδárxis] Ο10 θηλ. ομαδάρχισσα [omaδárxisa] Ο27 : αρχηγός οργανωμένης ομάδας ανθρώπων, ιδίως στρατιωτών, προσκόπων, κατασκηνωτών κτλ.
[λόγ. ομαδ- (δες ομάδα) + -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef d΄équipe· λόγ. ομαδάρχ(ης) -ισσα]
- ομάδευσις η· 'μάδευσις.
-
- α) Συγκέντρωση, συνάθροιση:
- να είδες … την 'μάδευσιν των ζώων. Πώς εσυνάχθησαν ομού όλα (Διήγ. παιδ. 105)·
- β) (εδώ) συγκέντρωση στρατιωτών για επιθεώρηση:
- o βασιλεύς … έκαμεν 'μάδευσιν πολλήν κι εμάδευσεν όλους τους ανδρειωμένους (Αχιλλ. L 46).
[<ομαδεύω + κατάλ. ‑σις]
- α) Συγκέντρωση, συνάθροιση:
- ομαδεύω· 'μαδεύγω· 'μαδεύω.
-
— Βλ. και μαζεύω.
- I. (Ενεργ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω:
- ο βασιλεύς … έκαμεν 'μάδευσιν πολλήν κι εμάδευσεν όλους τους ανδρειωμένους (Αχιλλ. L 46).
- II. Μέσ.
- 1)
- α) Συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι:
- εδιαλαλήσαν να 'μαδευθούν, να συναχθούν πάντα εις έναν τόπον τα ζώα (Διήγ. παιδ. 94)·
- β) (προκ. για στρατιωτικές δυνάμεις):
- όλοι του εμαδεύτησαν μέσα εις την αυλή του … στον πόλεμον να πάσιν (Αχιλλ. L 248).
- α) Συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι:
- 2) Συνασπίζομαι, συμπράττω:
- όλος ο κόσμος του Χριστού, όλοι να 'μαδευτούσιν, την πόλιν να επάρετε 'κ των ασεβών τας χείρας (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 260).
- 3) Φρ. 'μαδεύγεται η ψυχή μου = θλίβομαι, πονώ, υποφέρω:
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 673).
- 1)
[<ουσ. ομάς ‑άδος + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. ‑ εύω και σήμ. λογοτ. (ΑΛΝΕ). Διαφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Τσοπ., Γλώτται 52). Η λ. στον Ησύχ. (βλ. και TLG)]
- I. (Ενεργ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω:
- ομάδι [omáδi] επίρρ. : (λαϊκότρ., λογοτ.) μαζί.
[μσν. ομάδι(ν) υποκορ. του ελνστ. ὁμάς (δες στο ομάδα)]
- ομάδι, επίρρ.· αμάδι· αμάδιν· 'μάδι· ομάδια· ομάδιν.
-
- 1)
- α) (Για δήλ. συνύπαρξης) μαζί:
- Οι θεοί παρά τον Δία εγκαθήμενοι ομάδι (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Δ́ [2])·
- ας είστε πάντα ομάδι (Θυσ. 921)·
- β) (προκ. για πράγματα):
- ας τα τρίβεις αμάδι όλα εις έναν μουρτάριν (Σταφ., Ιατροσ. 13379· Κυπρ. ερωτ. 423)·
- γ) (προκ. για αφηρημένα):
- με τη χαράν η πρίκα τα δυο εσυγκεραστήκασιν ομάδι (Ερωτόκρ. Έ 756).
- α) (Για δήλ. συνύπαρξης) μαζί:
- 2)
- α) (Για δήλ. συνάντησης, προσέγγισης) μαζί:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 1510)·
- εμήνυσέ μου η κόρη μου … πεθυμιά πως έχει να βρεθούμε ομάδι (Φορτουν. Β́ 273)·
- (σε μεταφ.):
- (Ερωτόκρ. Ά 270)·
- β) (για δήλ. συμπλοκής, μάχης) μαζί, μεταξύ:
- στο πάλεμα συμπολεμούν ομάδι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [71])·
- Αρκομπουζές εδίνασι τα δύο μέρη ομάδι (Διακρούσ. 8324).
- α) (Για δήλ. συνάντησης, προσέγγισης) μαζί:
- 3) (Για δήλ. κοινών ενεργειών) μαζί, από κοινού:
- Ομάδι συνοδεύγομε, ομάδι πορπατούμε (Θυσ. 569)·
- βούηθα μου κι ας πολεμούμε ομάδι (Ερωτόκρ. Ά 541)·
- εχαίρουνταν ομάδι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1499)·
- (σε συνεκδ.):
- (Ροδολ. Έ 69).
- 4) Ομαδικά:
- θεριά οπὄρχονταν ομάδι (Αλεξ. 1552).
- 5) (Χρον.) συγχρόνως, ταυτοχρόνως:
- ομάδι εστεφανώθημαν κι είχεν καθείς το ταίριν (Απόκοπ. 368)·
- σύντροφος με το σύντροφο να ξεψυχούν αμάδι (Ερωτόκρ. Δ́ 1081)·
- αμάδι υποτάσσεται και της αυθεντίας και της εκκλησίας (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 469).
- 6) Συνολικά:
- Το πόβολον του Ισραήλ, δώδεκα σκήπτρα ομάδι (Φαλιέρ., Λόγ. 27).
- 7) Εξ ολοκλήρου:
- ήλιε, … να ξηράνεις ομάδι την χλωρότητά της (ενν. της γης) (Χίκα, Μονωδ. 141).
- 8) (Προκ. για σύνολο) όλοι μαζί:
- τόσες μου λύπες κι άμετροι πόνοι να λείπου ομάδι (Ροδολ. Έ 406· Αχέλ. 644).
- 9) (Με το επίθ. όλος επιτ.· βλ. όλος 1α4, 3γ, 4δ).
- 10) (Με προηγ. ή επόμ. αριθμητ.):
- (Διήγ. ωραιότ. 37)·
- οι δύο ομάδι υπάσιν (Διγ. Esc. 778).
- 11) (Για σύνδεση όρων ή προτ.· συχνά με το σύνδ. και) και μαζί, καθώς επίσης:
- Η φορεσά του κι η θωριά και το φαρίν ομάδι εδείχναν πως είν’ δαίμονας (Ερωτόκρ. Β́ 359)·
- θρηνώ κι ομάδι κλαίω (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [430]).
- 12) (Σε επανάληψη επιτ.):
- είσαι άτυχος και λωλός ομάδι ομάδι (Πιστ. βοσκ. V 5, 71).
- 13) (Σε θέση πρόθ.· με γεν., με αιτιατ., με τις προθ. με, μετά, σε + αιτιατ.· πβ. αντάμα, μαζί) με:
- αυτείνη … πάγει αμάδι του εις το οσπίτιν του (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 423· Ροδολ. Γ́ 107), (Χούμνου, Κοσμογ. 1986), (Χρον. Μορ. P 6072), (Αιτωλ., Μύθ. 702).
- Εκφρ.
- 1) Με τον καιρόν ομάδι, βλ. μετά 24δ.
- 2) Σ’έναν καιρόν ομάδι = συγχρόνως:
- (Πιστ. βοσκ. II 3, 72).
- 3) Σε ('ς) μια βουλήν αμάδι (ομάδι) = με σύμφωνη γνώμη:
- (Ερωτόκρ. Γ́ 1231), (Ροδολ. Β́ 437).
- 4) Εις ομάδιν = ως σύνολο:
- (Σαχλ., Αφήγ. 174).
[<υποκορ. ομάδιον <ομάς –άδος. Ο τ. αμάδι και σήμ. κρητ. Τ. αμάδια σε έγγρ. του 16. αι. Ο τ. αμάδιν στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ομάδιν και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. λαϊκ. και λογοτ. (ΛΚΝ)]
- 1)
- ομαδιάζω.
-
- Προσθέτω:
- τα μεν … εισίν δ́, τα δε … εισίν γ́, άπερ ομαδιαζόμενα ζ́ γίνονται (Rechenb. 113).
[<ουσ. ομάς –άδος + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Du Cange (λ. ‑ειν)]
- Προσθέτω:
- ομαδικός -ή -ό [omaδikós] Ε1 : α. που αφορά μία ομάδα ιδίως προσώπων. ANT ατομικός: Ομαδική ευθύνη. Ομαδικό πνεύμα / συμφέρον. ~ εμβολιασμός ανθρώπων / ζώων. || (στρατ.) Ομαδικό όπλο, που το χειρίζεται μία ομάδα στρατιωτών. β. που γίνεται από πολλούς ανθρώπους μαζί: Ομαδική ενέργεια / εργασία / καλλιέργεια / διαμαρτυρία. Ομαδική παραίτηση των υπουργών. Ομαδικό άθλημα / παιχνίδι. ~ έρωτας. ~ γάμος. γ. που ανήκει σε πολλούς ανθρώπους μαζί: ~ αμπελώνας. ~ τάφος, στον οποίο έχουν ταφεί πολλοί νεκροί μαζί.
ομαδικά ΕΠIΡΡ: Yπέβαλαν ~ την παραίτησή τους. [λόγ. ομαδ- (δες ομάδα) -ικός (πρβ. ελνστ. ὁμαδικός `ενωμένος΄)]
- ομάδιν,
- βλ. ομάδι.