Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οκλαδόν [oklaδón] επίρρ. : (γυμν.) στάση, καθώς και το αντίστοιχο παράγγελμα, κατά την οποία κάποιος κάθεται στο έδαφος με τα πόδια λυγισμένα και σταυρωμένα προς τα μέσα.
[λόγ. < ελνστ. ὀκλαδόν]