Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οις
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Κριαρά]
όισκε, μόρ.,
βλ. όχισκε.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οισοφαγίτιδα η [isofajítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του βλεννογόνου του οισοφάγου.

[λόγ. < γαλλ. Ψsophagite < Ψsophag(ue) < αρχ. οἰσοφάγ(ος) -ite = -ίτις > -ίτιδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οισοφάγος ο [isofáγos] Ο18 : (ανατ.) τμήμα του πεπτικού συστήματος που έχει τη μορφή ενός μυώδους σωλήνα, ο οποίος συνδέει το φάρυγγα με το στομάχι.

[λόγ. < αρχ. οἰσοφάγος (αρχ. θ. οἰσ- του ρ. φέρω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οιστρήλατος -η -ο [istrílatos] Ε5 : (λόγ., λογοτ., ιδ. για πρόσ.) που βρίσκε ται σε μεγάλη συναισθηματική ένταση.

[λόγ. < αρχ. οἰστρήλατος `σπρωγμένος στην τρέλα από αλογόμυγα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οιστρηλατώ [istrilató] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) προκαλώ σε κπ. μεγάλη συναισθηματική ένταση: Ρήτορας που οιστρηλατεί τα πλήθη, τα ενθουσιάζει.

[λόγ. < ελνστ. οἰστρηλατῶ `είμαι τρελός από αλογόμυγα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οιστρογόνα τα [istroγóna] Ο39 : (βιολ.) είδος ορμονών που επηρεάζουν τα γεννητικά όργανα της γυναίκας (ανάπτυξη, ωρίμανση, λειτουργία).

[λόγ. < διεθ. estro- < αρχ. οrστρο(ς) + -gen = -γόνον, ουδ. του -γόνος, στον πληθ.]

[Λεξικό Κριαρά]
οιστροκινούμαι.
  • Ερεθίζομαι από σφοδρή ερωτική επιθυμία:
    • όταν οιστροκινηθεί (ενν. το νεύρον) …, ομοιάζει το κεφάλιν του φράγκικον σαρσαρόλιν (Διήγ. παιδ. 654).

[<ουσ. οίστρος + κινούμαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οίστρος ο [ístros] Ο18 : 1. (ζωολ.) γένος δίπτερων εντόμων: Ο ~ του βοδιού / του προβάτου, έντομο που συνήθ. ενοχλεί τα βόδια / τα πρόβατα. Ο ~ του αλόγου, η αλογόμυγα. 2. (μτφ.) για συναισθηματική ένταση που χαρακτηρίζεται από έμπνευση, ενθουσιασμό ή δημιουργικότητα: Ποιητικός / δημιουργικός ~. Tραγουδάει με οίστρο. 3. (βιολ.) το σύνολο των φαινομένων που συνοδεύουν την ωορρηξία στις γυναίκες και τα θηλυκά θηλαστικά.

[λόγ. < αρχ. οrστρος `αλογόμυγα, κτ. που τρελαίνει, παράφρονο πάθος΄, ελνστ. σημ.: `ζήλος΄]

[Λεξικό Κριαρά]
οίστρος ο.
  • α) Μανία·
    • (εδώ) ερωτικό πάθος:
      • οίστρον θηλυμανίας (Απολλών. 15· Πτωχολ. P 252
  • β) ερωτικός παροξυσμός:
    • εκδέχεται (ενν. η γοργόνη) οίστρον της ασελγείας (Φυσιολ. (Legr.) 903).

[αρχ. ουσ. οίστρος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες