Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδηγία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οδηγία η [oδíjía] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : α. υπόδειξη, συμβουλή κτλ. για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κτ.: Οδηγίες χρήσεως. Iατρικές οδηγίες. Γενικές / λεπτομερείς οδηγίες. || (επέκτ.) το γραπτό κείμενο που περιέχει αυτές τις υποδείξεις κτλ.: Διάβασε πρώτα τις οδηγίες και μετά ανοίγεις το μηχάνημα. β. εντολή, διαταγή κτλ. για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνει κτ., με τη μορφή υποδείξεων: Δίνω οδηγίες σε κπ. / για κτ. Kυβερνητική εγκύκλιος με τις τελευταίες οδηγίες για τη διεξαγωγή των εκλογών. Γραπτές / προφορικές οδηγίες. || επίσημη εγκύκλιος: Οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Tαξιδιωτική* ~.

[λόγ. < ελνστ. ὁδηγία & σημδ. γαλλ. directive]

[Λεξικό Κριαρά]
οδηγία η· εδηγία· οδηγιά.
— Πβ. και οδηγώ.
  • 1)
    • α) Καθοδήγηση· υπόδειξη:
      • ανέβηκα την σκάλαν μου τῃ τούτων (ενν. των παίδων) οδηγίᾳ (Προδρ. I 261
    • β) (εκ μέρους του Θεού) πρόνοια, μέριμνα:
      • ήτον του Θεού οδηγία να πιάσει (ενν. το παιδί) τα κάρβουνα διά να μην το σκοτώσει ο Φαραώς (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 155r
    • γ) εντολή:
      • ο Κύριος όρισε (ενν. τον Αβραάμ) να κάμει εις οδηγιάν του (Χούμνου, Κοσμογ. 958).
  • 2) (Συνεκδ.) οδηγός·
    • (εδώ προκ. για την Παναγία):
      • οδηγία απλανής εί των οδοιπορούντων (Διακρούσ., Πένθος 217).
  • 3)
    • α) Εφοδιασμός (πλοίου) σε τρόφιμα και πολεμικό εξοπλισμό:
      • εμήνυσεν (ενν. ο εμπαλής) … να γενεί οδηγία εις τα κάτεργα να πάσιν εις το κούρσος (Μαχ. 28216
    • β) (περιληπτ.) υλικό κατασκευής:
      • ηύρασιν κουπία πολλά και πίσσαν και στουππίν, εδηγίαν των κατέργων τά εθάρρεν ο σουλτάνος να ποίσει (Μαχ. 19212).
  • 4) (Ως σύστ. αντικ.· εδώ προκ. για κατασκευή έργου, βλ. και οδηγώ I2γ):
    • εδηγούσαν την οδηγίαν του κάστρου (Μαχ. 59012).
  • 5) Ανατροφή, αγωγή:
    • (Ασσίζ. 9721).
  • Φρ. Βάνω εις οδηγίαν ή ‑ιάν =
    • (α) δείχνω σε κάπ. το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει:
      • (Χούμνου, Κοσμογ. 302, 784
    • (β) εξοπλίζω και εφοδιάζω (πλοίο) με τα απαραίτητα για πολεμική αποστολή:
      • (Μαχ. 16434).

[<οδηγώ + κατάλ. ‑ία. Ο τ. εδ‑ και σήμ. κυπρ. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες