Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οδίτης ο.
  • 1) Οδοιπόρος, στρατοκόπος· ταξιδιώτης:
    • (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 73), (Καλλίμ. 1570).
  • 2) (Προκ. για πεζούς στρατιώτες):
    • (Διγ. O 1180).

[αρχ. ουσ. οδίτης. Η λ. και σήμ. λογοτ. (ΑΛΝΕ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες