Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οίος, αντων.· όγοιος· ογοίος· ογοιός.
-
— Βλ. και γιον.
- 1)
- α) Ο οποίος:
- (Διγ. Z 256)·
- β) τέτοιος που:
- (Βέλθ. 762), (Πτωχολ. P 352)·
- γ) τέτοιος όπως:
- (Προδρ. II 6)·
- (με προηγ. την αντων. τέτοιος):
- αγάπην ή φιλίαν με άνθρωπο ου μη αποκτήσω εγώ τέτοιαν οίαν μετ’ εσένα (Πόλ. Τρωάδ. 4266)·
- δ) ό,τι, εκείνο που:
- να τους ποίσουν ογοιόν εποίκαν τους Τεμπλιώτες (Μαχ. 2432).
- α) Ο οποίος:
- 2) Τι λογής:
- (Φλώρ. 1414), (Διγ. Gr. 2820).
- 3) Όσος:
- εάν ουδέν πουληθεί (ενν. το σπίτιν) οτοσαύτα ογοιόν ένι το χρέος, … (Ασσίζ. 4031).
- 4) Ο καθένας που:
- οίος αρκεσθεί (ενν. εις την μοιρασίαν), ας δουλεύει καλά (Βησσ., Επιστ. 3724).
- 5) Όποιος, οποιοσδήποτε:
- οίος νικήσει εις τα άρματα να τον επάρω εκείνον (Λίβ. Sc. 2050· Πτωχολ. P 94).
- 6) (Με προηγ. το καν) όποιος και εάν:
- εις πέτραν σταλαγμός … σταλάζει, καν οίος ένι ο σταλαγμός και οίον το λιθάριν (Λίβ. Sc. 525).
- Το ουδ. ως επίρρ. =
- α) που:
- περνιέρα γεμάτη λείψανα, όγοιον λέγονται Άγιοι Φανέντες (Μαχ. 3614)·
- β) όπως, σαν:
- (Διγ. Esc. 1703)·
- στεφάνι … όλον μαργαριτάριν, άσπρον ογοιόν το χιόνι (Λίβ. Esc. 471).
- α) που:
[αρχ. αντων. οίος. Τ. όγ#11ος και όγ#11ους και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οιοσδήποτε οιαδήποτε οιονδήποτε [iozδípote] αντων. αόρ. αναφ. (βλ. Ε5) : (λόγ.) οποιοσδήποτε: Οιαδήποτε στιγμή / ώρα. || (ως ουσ.): Δεν είναι δυνατόν ο ~ να έχει τέτοιες απαιτήσεις.
[λόγ. < αρχ. οἱοσδήποτε `τέτοιου είδους΄]