Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οίκησις η.
-
- 1) Εγκατάσταση· διαμονή:
- (Δούκ. 13913)·
- φρ.
- (1) την οίκησιν έχω = κατοικώ, διαμένω:
- (Ιστ. Ηπείρ. IX5)·
- (2) την οίκησιν ποιούμαι = εγκαθίσταμαι προσωρινά:
- (Ιστ. Ηπείρ. IV2)·
- (3) την οίκησιν ποιώ = εγκαθίσταμαι· κατοικώ, διαμένω:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 954), (Διγ. Gr. 3137).
- (1) την οίκησιν έχω = κατοικώ, διαμένω:
- 2) Κατοικία:
- (Καλλίμ. 1461).
- 3) (Προκ. για στρατιωτική χρ.) καταυλισμός, κατασκήνωση:
- Είχομεν … ικανούς τους ημίν υπουργούντας, την οίκησίν των έχοντας απόμακρα της τένδας (Διγ. Gr. 3057).
- 4) (Συνεκδ.) συνοικία:
- πάσαν την των Εβραίων οίκησιν (Σφρ., Χρον. 448).
[αρχ. ουσ. οίκησις]
- 1) Εγκατάσταση· διαμονή: