Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξόανον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξόανον το.
  • Ξύλινο άγαλμα· (γενικά) είδωλο:
    • (Βακτ. αρχιερ. 172).

[αρχ. ουσ. ξόανον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες