Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξυληγός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξυληγός, επίθ.
  • Που μεταφέρει ξύλα·
    • έκφρ. ξυληγή χώρησις = (προκ. για πλοίο) χωρητικότητα σε ξύλα:
      • (Metrol. 1299).

[μτγν. επίθ. ξυληγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες