Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλαλόη η· ξυλαλόα· ξυλαλόγη· ξυλαλοή.
-
- α) Αρωματικό ξύλο από δένδρα της Ν. και ΝΑ Ασίας του γένους Αετόξυλον (Γεννάδιος 2-3):
- Πέμματα εκαπνίζοντο παντοία …, άμπαρ και ξυλαλόαι (Διγ. Z 2805)·
- ξυλαλόην ινδικήν (Καλλίμ. 354)·
- (μεταφ. για πρόσωπο):
- (Αχιλλ. (Smith) N 1677)·
- β) προκ. για την κασία:
- (Πεντ. Έξ. XXX 24).
[<ουσ. ξύλον + αλόη· πβ. μεσν. λατ. lignum aloes (MLW, λ. aloe 1b). Βλ. και ξυλαλάς. Λ. ‑όν το στο Somav. Η λ. τον 6. αι.]
- α) Αρωματικό ξύλο από δένδρα της Ν. και ΝΑ Ασίας του γένους Αετόξυλον (Γεννάδιος 2-3):