Παράλληλη αναζήτηση
170 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξύγγι(ν), ξυγγίον το,
- βλ. αξούγγιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυγγόκωλος, επίθ.
-
- Που έχει ξύγγι στα οπίσθια, χοντρόκωλος (υβριστ.):
- ξυγγόκωλε … σπανέ (Σπανός D 64).
[<ουσ. ξύγγι + κώλος. Η λ. και σήμ. κρήτ.]
- Που έχει ξύγγι στα οπίσθια, χοντρόκωλος (υβριστ.):
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλάβιν το· ξυλάβι.
-
- Τσιμπίδα σιδηρουργού:
- (Πουλολ. 82).
[πιθ. <ουσ. *οξυλάβιον <οξυλάβη (6. αι., Lampe, Σούδα, Du Cange, Soph.) + κατάλ. ‑ιον. Τ. ‑ιον σε σχόλ. (Meursius, L‑S). Ο τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και τ. σήμ. ποντ.]
- Τσιμπίδα σιδηρουργού:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλαγγουριά η [ksilaŋgurjá] Ο24 : είδος αγγουριάς που καρπός της είναι το ξυλάγγουρο1.
[ξυλάγγουρ(ο) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλάγγουρο το [ksiláŋguro] Ο41 : 1.είδος αγγουριού. 2. (μτφ.) για άνθρωπο χωρίς χάρη, που δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί, πώς να μιλήσει. || για αδύνατο άνθρωπο.
[ξυλ(ο)- + αγγούρ(ι) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξυλάδικο το [ksiláδiko] Ο41 : (οικ.) κατάστημα που πουλάει ξυλεία, καυσόξυλα ή ξυλοκάρβουνα. || ξυλουργείο.
[ξύλ(ο) -άδικο]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλάθρωπος ο,
- βλ. ξυλάνθρωπος.
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλάκι το.
-
- 1) Ξυλαράκι (εδώ σε μεταφ.):
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. ζ́ 3).
- 2) Μικρό πλοίο:
- (Πορτολ. Α 21231).
[<ουσ. ξύλον + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ξυλαράκι (εδώ σε μεταφ.):
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλαλάς ο.
-
- α) Ξυλαλόη (βλ. ά.):
- (Ασσίζ. 48823)·
- τον μόσχον και τον ξυλαλάν μυρίζει η ελικιά σου (Ερωτοπ. 223)·
- β) έκφρ. πίσσα του ξυλαλά = η αμυγδαλοειδής βενζόη, κοιν. μοσχολίβανο, αρωματική ρητίνη του δένδρου της ΝΑ Ασίας στύραξ ο βενζοϊκός (Γεννάδιος 862):
- (Υγρομαντ. 13114).
[<ουσ. ξυλαλόη πληθ. *ξυλαλ(ο)άδες· κατά Χατζ., Λεξ. <ουσ. ξύλον + αλάς. Η λ. στο Du Cange (‑ά) και σήμ. κυπρ.]
- α) Ξυλαλόη (βλ. ά.):
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλαλόα η,
- βλ. ξυλαλόη.