Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξηραίνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξηραίνω [ksiréno] -ομαι Ρ7.1 : (λόγ.) ξεραίνω.

[λόγ. < αρχ. ξηραίνω (σύγκρ. ξεραίνω)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξηραίνω· ξεραίνω· μτχ. παρκ. ξεραμμένος· ξηραμμένος.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) Κάνω κ. να χάσει την υγρασία που έχει, αφυδατώνω, ξεραίνω:
        • Το αλατισμένον κρέας είναι βλαβερόν, διατί … ξηραίνει την σάρκα (Αγαπ., Γεωπον. 191
        • (μεταφ.):
          • πρίκα μού προξενά η χαρά, το δρόσος με ξεραίνει (Ερωφ. Γ́ 216).
      • 2) (Προκ. για φυτό ή μέρος φυτού) κάνω να χάσει τους χυμούς του, να ξεραθεί, να μαραθεί:
        • (Διδ. Σολ. P 13), (Ερωτόκρ. Β́ 1309
        • (σε μεταφ.):
          • ήπασκεν (ενν. η νένα) όσο το μπορεί να τηνε δυσκολέψει (ενν. την Αρετούσα), να τση ξεράνει το δεντρό πρίχου να το φυτέψει (Ερωτόκρ. Ά 670).
      • 3)
        • α) (Προκ. για καρπούς, άνθη, φύλλα) αποξηραίνω:
          • (Νεκταρ. Ιεροκοσμ. Ιστ. 114
          • άνθη χαμομήλας … ξέρανε και κάμε τα σκόνην λεπτήν (Αγαπ., Γεωπον. 234
        • β) (γενικ.):
          • χλωροσαύρας … ξήρανον (Ορνεοσ. αγρ. 55928).
      • 4) Ψήνω κ. ώσπου να ξεραθεί εντελώς:
        • Ξήρανε εις τον φούρνον δενδρολίβανον (Αγαπ., Γεωπον. 228).
      • 5)
        • α) Αδρανοποιώ, «νεκρώνω»:
          • αφανίζει (ενν. το μαρούλιον) το σκάνδαλον της σαρκός, διατί ξηραίνει το σπέρμα (Αγαπ., Γεωπον. 204
        • β) κάνω να ατονήσει ως προς τα συμπτώματα:
          • ο περισσός ύπνος ψυχραίνει και ξηραίνει την θέρμην (Αγαπ., Γεωπον. 176).
      • 6) (Μεταφ., με αντικ. τη λ. αίμα):
        • (Δούκ. 31320).
      • 7) Εξαντλώ, ταλαιπωρώ σωματικά:
        • έφευγον (ενν. οι Τρώες) εκ του πεδίου ξηρανθέντες εκ του κόπου (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΑ2́ [199]).
      • 8) Εξοντώνω:
        • Η γυνή … πάντα περιεργάζεται το πώς να σε ξηράνει (Συναξ. γυν. 308).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) (Προκ. για δέντρο) χάνω τους χυμούς μου, μαραίνομαι, ξεραίνομαι:
        • εμείναν τα δεντρά γυμνά … και εξεράναν πολλά (Μαχ. 6244).
      • 2) (Με υποκ. τις λ. νερά, βρύσις) στερεύω:
        • (Μαχ. 225
        • (σε μεταφ.)
          • το δίκαιον απέσβεσεν και εξήρανεν η βρύσις (Ριμ. Βελ. ρ 590).
  • II. Μέσ.
    • 1) Χάνω το νερό ή την υγρασία που έχω, στεγνώνω:
      • εξεράθην η γης (Πεντ. Γέν. VIII 14).
    • 2) (Με υποκ. λ. όπως λίμνη, πηγάδι, βρύση, θάλασσα) στερεύω, αποστραγγίζομαι, ξεραίνομαι:
      • (Αιτωλ., Μύθ. 193, 10
      • (σε κατάρα):
        • Οι βρύσες … ας ξεραθούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 22811· Περί ξεν. A 285
      • (σε μεταφ.):
        • εις τας μεγάλας λύπας ξηραίνονται αι πηγαί των δακρύων (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 250).
    • 3) Αφυδατώνομαι, εξαντλούμαι από τη δίψα και τη ζέστη (σε μεταφ.):
      • δε θε να με δροσίσει (ενν. η βρύση) κι αφήνει με να ξεραθώ (Ερωτόκρ. Β́ 214).
    • 4)
      • α) (Συνεκδ. για τη γλώσσα, το λάρυγγα) στεγνώνω:
        • (Κρασοπ. AO 42), (Προδρ. IV 614-1 χφ V κριτ. υπ.
        • (σε κατάρα):
          • Αν εγώ, Ιερουσαλήμ, εσέ θέλω ξεχάσει …, να ξηρανθεί η γλώσσα μου (Παλαμήδ., Ψαλμ. 426
      • β) (ειδικά):
        • τα ομμάτια μου εξηράνθησαν από της αγρυπνίας (Προδρ. IV 629 χφφ PK κριτ. υπ.
      • γ) (προκ. για την αναπνοή) «κόβομαι» (επειδή στεγνώνει η στοματική κοιλότητα):
        • (Ροδολ. Ά 88).
    • 5)
      • α) (προκ. για φυτό ή μέρος φυτού) χάνω τους χυμούς μου, ξεραίνομαι, μαραίνομαι:
        • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 171), (Ερωτόκρ. Β́ 210
        • (σε κατάρα):
          • οι κάμποι ας ξεραθού (Πανώρ. Δ́ 117
        • (σε μεταφ.):
          • Τα ρόδα του προσώπου σου … ας ξεραθούσι (Πανώρ. Β́ 407
      • β) (μεταφ. για πρόσωπο) χάνω τη ζωντάνια, την ομορφιά μου:
        • εξηράνθη το κάλλος μου (Διγ. Άνδρ. 3717).
    • 6)
      • α) (Προκ. για νερό, υγρά) στεγνώνω, εξατμίζομαι:
        • (Πεντ. Γέν. VIII 7), (Αγαπ., Γεωπον. 241
      • β) (προκ. για το υγρό στοιχείο του ανθρώπινου οργανισμού):
        • (Ερωτόκρ. Γ́ 829).
    • 7) Γίνομαι στερεός, συμπαγής:
      • (Αγαπ., Γεωπον. 226).
    • 8) (Μεταφ. προκ. για τα μέλη ή ολόκληρο το σώμα) παραλύω, πιάνομαι:
      • (Σπανός A 387), (Θρ. Κύπρ. Μ 442).
    • 9) Μένω αναίσθητος, λιποθυμώ:
      • ξεσχίζεται και αφρίζει … και ξηραίνεται (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. θ́ 18).
    • 10) Αποσβολώνομαι, μένω σύξυλος:
      • οι Ρωμαίοι ακούσαντες την πικράν ταύτην αγγελίαν … υπερήλγησαν, εξηράνθησαν (Δούκ. 2976).

[αρχ. ξηραίνω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες