Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξηρίον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξηρίον το.
  • Φαρμακευτικό παρασκεύασμα σε σκόνη που χρησιμοποιείται ως επίπασμα σε πληγές:
    • ξηρίον καθαίρον την κεφαλήν του ιέρακος και κόρυζαν (Ιερακοσ. 38820· 42011).

[μτγν. ουσ. ξηρίον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες