Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξιφιός ο [ksifxós] Ο17 : (οικ.) ο ξιφίας.
[μσν. ξιφιός < αρχ. ξιφίας με αποφυγή της χασμ. και μεταπλ. -ός]
[Λεξικό Κριαρά]
- ξίφιος ο.
-
- Το ψάρι ξιφίας:
- (Θεολ., Τζίρ. 35814).
[μτγν. ουσ. ξίφιος. Τ. ‑ιός στο Somav. και σήμ.]
- Το ψάρι ξιφίας: